Άνθρωπος, κοινότητα και θείο

Μαρία Βιδάλη
Πρακτικά συνεδρίου: Humane Habitat, Rizvi College (Mumbai, India, 2007)

Άνθρωπος, κοινότητα και θείο

To νησί της Τήνου:
Η σχέση του ανθρώπου με την κοινότητα του, το τοπίο και το θείο

 

Εισαγωγή
Το τοπίο της Τήνου είναι μια σύνθεση άγριας φύσης, καλλιεργημένης και οριοθετημένης γης, χωριών, καθώς και διασκορπισμένων κτισμάτων με παραδοσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως είναι τα αλώνια, οι ανεμόμυλοι, τα καθοικιά, δηλαδή οι αγροτικές κατοικίες του νησιού, τα εξωκλήσια. Μεταξύ του φυσικού τοπίου και του χωριού δημιουργήθηκε μια περιοχή δράσης του ανθρώπου, η οποία παράλληλα καθιέρωσε έναν διαχωρισμό μεταξύ φυσικού τοπίου και κατοικημένου ανθρώπινου χώρου, μεταξύ κοινού και ιδιωτικού χώρου, ιερού και εγκόσμιου.
 
Ένα χαρακτηριστικό του τοπίου του νησιού στο οποίο αντανακλάται μαζί με όλα τα παραπάνω η θρησκευτικότητα των κατοίκων είναι ο ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός εξωκκλησιών. Στα διακόσια τετραγωνικά χιλιόμετρα του νησιού, τόσο στην ενδοχώρα όσο και στους λόφους και στα βράχια της ακτογραμμής, υπάρχουν περίπου επτακόσια πενήντα εξωκλήσια[1], ιδιωτικά στην πλειονότητα τους, τα οποία προσδιορίζουν την περιφέρεια των χωριών αλλά και τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό.
 
Σήμερα τα εξωκκλήσια ανήκουν είτε στην ενοριακή εκκλησία του χωριού ή, συνηθέστερα, σε κάποια οικογένεια. Παράλληλα, τα εξωκκλήσια αντανακλούν τις δύο θρησκευτικές παραδόσεις που συνυπάρχουν στο νησί, την ορθόδοξη και την καθολική. Αυτή η ιδιαίτερη τοπική θρησκευτική παράδοση ανανεώνει τους δεσμούς της κοινότητας του χωριού κατά τη διάρκεια των γιορτών και των πανηγυριών, αναδεικνύοντας την ιδιαίτερη σχέση της αρχιτεκτονικής και κοινωνικής δομής του χωριού και της υπαίθρου.

Τα εξωκκλήσια, χτισμένα με τοπικά υλικά, πέτρα και λάσπη, από ντόπιους μαστόρους και τεχνίτες, ακολουθούν συνήθως το ρυθμό της μονόκλιτης βασιλικής με επίπεδη στέγη, έναν χαρακτηριστικό ναοδομικό τύπο στις Κυκλάδες. Στο εσωτερικό του ναού οι δύο πλαϊνοί τοίχοι κλίνουν προς τα μέσα, με αποτέλεσμα να μειώνεται το πλάτος της οροφής και να υποβαστάζεται από τους τοίχους. [2][3] Η οροφή είναι φτιαγμένη από σχιστόλιθους και καλύπτεται από λάσπη και αργιλώδες χώμα. Ο τρόπος αυτός κάλυψης και χτισίματος - το εκφορικό σύστημα θεωρείται απομεινάρι μιας πανάρχαιας παράδοσης των Κυκλάδων και της Κρήτης, που οι ρίζες της φτάνουν έως και την ομηρική περίοδο.[4][5]

Μια σύντομη ιστορική αναδρομή υποδεικνύει ότι κάποια από τα εξωκκλήσια υπήρχαν στο νησί από την εποχή των Βενετών και κάποια χρονολογούνται ήδη από τη βυζαντινή εποχή, πριν φτάσουν οι Βενετοί το 1207. [6] Άλλα εξωκκλήσια χτίστηκαν αργότερα, όταν το νησί βρισκόταν υπό την τουρκική κυριαρχία ως τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1715-1821), [7] αφού οι κάτοικοι διεκδίκησαν από τους νέους κατακτητές το δικαίωμα να εκφράζουν τη θρησκευτική τους ευσέβεια και παράδοση κτίζοντας εκκλησίες.
 
Η έντονη ευλάβεια και πίστη των Τηνίων προς το θείο που καθιέρωσε το νησί ως ‘ιερό τόπο’, ξεκινάει από την αρχαιότητα. Οι Τήνιοι θέσπισαν το λατρευτικό έθιμο ενός προσκυνήματος στο νησί ήδη από την εποχή που ο Ποσειδώνας ήταν ο τιμώμενος θεός του νησιού, ενώ παράλληλα θεσπίστηκαν και τα Διονύσια προς τιμήν του θεού Διονύσου. [8] Το νησί εξελίχθηκε σε κέντρο προσκυνήματος του τότε ελλαδικού χώρου. Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Δώριζας, από τα προϊστορικά χρόνια, πολύ πριν εμφανιστούν στοιχεία της χριστιανικής λατρείας, η γη του νησιού αναφέρεται ως ‘ιερή γη’. Η θεά Μητέρα, η οποία απεικονίζονταν ως φίδι, λατρευόταν στο νησί ως σύμβολο γονιμότητας. Από αυτήν θα προερχόταν η αναγέννηση όλων των ζώντων οργανισμών στη γη. Τόποι λατρείας όπως οι ιεροί βράχοι, οι πηγές και οι σπηλιές, ήταν στοιχεία του φυσικού τοπίου που λειτούργησαν ως θρησκευτικά σύμβολα και για τον χριστιανισμό. [9]
 
Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της αρχαιοελληνικής θρησκείας που εμφανίζεται εξίσου έντονα στο χριστιανισμό και μερικές εκφάνσεις του οποίου θα συναντήσουμε και παρακάτω . Πρόκειται για την έννοια της ευσέβειας και τον τρόπο που αυτή εκδηλώνεται στην πράξη. Στην αρχαιότητα, η ευσέβεια προς τους άλλους καθοδηγούνταν από τον νόμο και ήταν πολιτικό καθήκον. Ωστόσο, σύμφωνα με τα κριτήρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου, η πράξη ευσέβειας (το σέβεσθαι) από μόνη της δεν αποτελούσε μια αξιέπαινη έκφραση ευλάβειας, αλλά γινόταν αξιέπαινη μόνο όταν υπόκειτο στο κριτήριο του καλού. Αυτή ήταν η πραγματική ευσέβεια. [10] Στις μέρες μας βέβαια, αν και η ευσέβεια παραμένει σημαντικό στοιχείο της έκφρασης της θρησκευτικότητας, η ερμηνεία της δεν παραμένει ίδια.
 
Στην ομιλία μου θα επικεντρωθώ στο φαινόμενο της ύπαρξης πολυάριθμων εξωκκλησιών στο τοπίο του νησιού και θα επιχειρήσω μια προσέγγιση βασισμένη στη μακρά ιστορική παράδοση που χαρακτηρίζει τα εξωκκλήσια και που παράλληλα καθορίζει τη σχέση τους με το τοπίο, τον άνθρωπο και την κοινότητα του χωριού.
 


Το χωριό
Θα ξεκινήσω από το χωριό. Τα μικρά δρομάκια και τα μονοπάτια που απλώνονται ακτινωτά στην κυτταρική δομή του χωριού συνδέουν τα σπίτια του κέντρου του χωριού με τα μποστάνια, τους κήπους και τους αγρούς. Η δομή του χωριού ζωντανεύει μέσω της μετακίνησης και των δραστηριοτήτων των ανθρώπων.
 
Σ’ αυτές τις μετακινήσεις εντάσσεται και το μικρό ταξίδι των χωριανών προς το εξωκκλήσι. Η μετακίνηση, δηλαδή, των πιστών προς το εξωκκλήσι τόσο με τη μορφή πομπής κατά τη διάρκεια των τοπικών γιορτών του Πάσχα αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ως μέρος των τυπικών θρησκευτικών συνηθειών των χωρικών, δημιουργεί μια τοπογραφία ιεροτελεστίας, μια αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το σπιτικό του, την περιοχή του χωριού και την ύπαιθρο. Η μετακίνηση των χωρικών στο τοπίο γίνεται μεταξύ δύο κέντρων: ένα είναι το σπίτι του χωρικού, διαμορφωμένο από τον ίδιο τον άνθρωπο εκεί όπου είναι εγκατεστημένη η κυριαρχία του. Ένα δεύτερο κέντρο, θρησκευτικό αυτή τη φορά, εντοπίζεται μέσα στη φύση και αντανακλάται στα εξωκκλήσια και τα πανηγύρια τους.
 
Τοποθετημένο στην περιφέρεια του χωριού, το εξωκκλήσι δημιουργεί επιπλέον μια άλλη χωρική σχέση μεταξύ του κέντρου του χωριού και του εξωτερικού του ορίου. Το ξωκκλήσι, ακόμα κι αν είναι ιδιωτικό, αντανακλά την εξουσία της εκκλησίας, μια σχέση μεταξύ του φυσικού τοπίου και της κοινοτικής ζωής του χωριού, αλλά και μια σχέση μεταξύ του ανθρώπινου και του θεϊκού κόσμου.
 


Το εξωκκλήσι και το προσωπικό ταξίδι του πιστού
Τα εξωκκλήσια στεγάζουν την εικόνα ενός αγίου και συνδέουν την ιδέα της παρουσίας του Θεού με την ιδιοκτησία του ανθρώπου, αφού τα περισσότερα από αυτά είναι ιδιωτικά. Με άλλα λόγια, αντιπροσωπεύουν έναν διαφορετικό δεσμό ανάμεσα στον άνθρωπο και τον χώρο παρουσίας του θείου, έναν δεσμό που χαρακτηρίζεται από την ιδιοκτησία.
 
Θα αναφέρω κάποια παραδείγματα χωριών και εξωκκλησιών, ώστε να γίνω καλύτερα αντιληπτή. Συγκεκριμένα, θα εστιάσω στο χωριό Αγάπη και στο εξωκκλήσι της Αγίας Σοφίας, μια μεταβυζαντινή επιπεδόστεγη βασιλική με ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Ωστόσο, το παράδειγμα που θα αναπτύξω είναι αντιπροσωπευτικό των περισσοτέρων χωριών και εξωκκλησιών του νησιού.
 
Στο χωριό Αγάπη, όπως και στα άλλα χωριά του νησιού, κάθε Σάββατο βράδυ ο πιστός εκτελεί το θρησκευτικό καθήκον της αφής του καντηλιού. [11] Αφήνει το σπίτι του την ώρα που σουρουπώνει και παίρνει τον δρόμο προς τον λόφο, περπατώντας στο μονοπάτι ανάμεσα στα χωράφια και τους αγρούς προς το ιδιωτικό του εξωκκλήσι. Το εξωκκλήσι της Αγίας Σοφίας είναι το μέρος της προσφοράς του. Εκεί εκφράζει την ευλάβειά του και την πίστη του με έναν τρόπο που αντανακλά την προσμονή του για σωτηρία και λύτρωση.
 
Μέσα στο εξωκκλήσι ο πιστός ανάβει το λιβάνι και το κερί και κατόπιν ανάβει το καντήλι [12] χρησιμοποιώντας νερό και λάδι. [13] Το καντήλι ήταν μια παράδοση που πέρασε στους Χριστιανούς από τον Ιουδαϊσμό και συμβόλιζε για τους Χριστιανούς το Φως του Χριστού, σεβασμό, τιμή και λατρεία προς το Θεό και τους αγίους. Στο μικρό δοχείο του καντηλιού, το λάδι συμβολίζει την ευσπλαχνία του Θεού προς την ανθρωπότητα, όπως αυτή εκφράζεται στη σωτηρία της οικογένειας του Νώε στην Κιβωτό από τα νερά του κατακλυσμού. [14]
 
Το φως των εξωκκλησιών, μέσα στην ερημιά του τοπίου και το σκοτάδι της νύχτας του Σαββάτου, υποδηλώνει τη μνήμη της παρουσίας του Θεού και των αγίων. Το φως αυτό είναι ένα συμβολικό φως, αντίστοιχο με αυτό του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς μέσα στο σκοτάδι της νύχτας προαναγγέλλει την Ανάσταση του Χριστού.
 
Η ερημιά του τοπίου αποκτά ιδιαίτερη σημασία στη μετακίνηση αυτή του πιστού. Στην περιγραφή της ερημιάς στη μεταβιβλική ιστορία από τον θεολόγο-ερευνητή Ερικ Βέγκελιν, αναφέρεται χαρακτηριστικά: ‘ η αγριότητα της ερημιάς θεωρούνταν μια ηθική έρημος αλλά και ένας ενδεχόμενος παράδεισος, ένα μέρος δοκιμασίας, ακόμα και τιμωρίας, αλλά και ένα καταφύγιο και τόπος διαλογισμού.’ [15] Κατά τη διάρκεια του μικρού του ταξιδιού, ο άνθρωπος αφήνει το χωριό του και τη συλλογική ζωή για να αναζητήσει μέσα στην απομόνωση έναν ασκητικό τρόπο έκφρασης της ανάγκης του να έρθει πιο κοντά στον Θεό. Η απόσταση που καλύπτει ο άνθρωπος κατά τη διαδρομή ή μετακίνηση από το σπίτι προς το εξωκκλήσι είναι μεταβατική και διαμεσολαβητική: φέρνει τον άνθρωπο από έναν πολιτικώς τακτοποιημένο κόσμο σε έναν θεϊκό κόσμο.
 
Εκτός από την κοινότητα και την οικογένεια στην οποία ανήκει ένας συγκεκριμένος ναός, ανήκει επίσης στον άγιο στον οποίο είναι αφιερωμένος. Ο άγιος εγκαθιστά τον τόπο του σ’ ένα κομμάτι γης, συνδέοντας τον θρύλο του με τα χαρακτηριστικά του μέρους. Για παράδειγμα, ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής [16] ‘κατοικεί’ στις πηγές και ο Άγιος Μιχαήλ [17]στις σπηλιές. Ο Προφήτης Ηλίας [18] ‘κατοικεί’ στις κορυφές των βουνών και ο Άγιος Πέτρος [19] στις ακτές. Οι άγιοι δημιουργούν έναν τόπο ενσωματώνοντας τον χριστιανισμό στο φυσικό τοπίο και στη δική τους ειδική τοπογραφία. Παρομοίως, τα εξωκκλήσια υποδεικνύουν τη δική τους τοπογραφική περιοχή.
 
Η λειτουργία τελείται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο μέσα στο εξωκκλήσι, την ημέρα της γιορτής του αγίου και ακριβώς μετά το Πάσχα, κατά τη διάρκεια των σαράντα ημερών μεταξύ της Ανάστασης και της Ανάληψης του Χριστού. Αυτές είναι οι περιστάσεις στις οποίες έχει καθιερωθεί να τελείται συλλογική πομπή προς το εξωκκλήσι.
 


Το εξωκκλήσι και η συλλογική πομπή των πιστών στο τοπίο
Η εβδομάδα μετά το Πάσχα ονομάζεται Διακαινήσιμος Εβδομάδα [20]. Την εβδομάδα αυτή είναι που όλα τα εξωκκλήσια ξεκινούν τα πανηγύρια τους, τη λειτουργία και τα κοινά γεύματα, γιορτάζοντας την Ανάσταση του Χριστού και τον άγιο στον οποίο ο ναός είναι αφιερωμένος. Επίσης, η Διακαινήσιμος Εβδομάδα είναι η εβδομάδα της απαγγελίας του Ευαγγελίου στις εξοχές, μια αναπαράσταση της αναγγελίας της Ανάστασης του Χριστού από τους Αποστόλους. Η Διακαινήσιμος σημαίνει την αρχή μιας νέας περιόδου στη θρησκεία. Έχει την έννοια της ανανέωσης, της αναβάπτισης. [21]
 
Στο χωριό Καρδιανή για παράδειγμα, τρεις μέρες μετά το Πάσχα, οι χωριανοί συνοδευόμενοι από τους κατοίκους γειτονικών κοινοτήτων, γιορτάζουν την Ανάσταση στο εξωκκλήσι του Αγίου Πέτρου στην ομώνυμη παραλία. [22] Θα ήθελα και πάλι να επισημάνω ότι το παράδειγμα που αναπτύσσω είναι αντιπροσωπευτικό των περισσοτέρων χωριών και εξωκκλησιών του νησιού. Το εξωκκλήσι του Αγίου Πέτρου χτίστηκε το 1621 και ήταν ιδιοκτησία ενός χωρικού της Καρδιανής που αργότερα δώρισε τον ναό στην ενοριακή εκκλησία. [23] Δίπλα στον ναό έχει χτιστεί ένας ημιυπαίθριος χώρος, έτσι ώστε η κοινότητα των πιστών να μπορεί να συμμετέχει στο Δείπνο της Αγάπης μετά τη λειτουργία.
 
Κατά τη διάρκεια της γιορτής του ναού, το εξωκκλήσι του Αγίου Πέτρου στην παραλία γίνεται σημείο συνάντησης του παρόντος χρόνου και του ιστορικού χρόνου της Ανάστασης του Ιησού Χριστού. Οι χωρικοί και οι συμμετέχοντες στο παροντικό γεγονός βρίσκονται να συμμετέχουν παράλληλα σ’ ένα ιστορικό γεγονός και συγχρόνως επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με τη φύση και την κοινότητα.
 
Πριν το πανηγύρι το μέρος χρειάζεται να καθαριστεί, να εξαγνιστεί. Την ημέρα του πανηγυριού όλα πρέπει να είναι καθαρά και ασβεστοβαμμένα. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ο ιερέας διαβάζει το Ευαγγέλιο και κατόπιν ευλογεί το φαγητό του γεύματος. Η επιλογή των χωρίων του Ευαγγελίου γίνεται ανάλογα με την τοποθεσία του ναού. Εάν το εξωκκλήσι βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, τότε το ευαγγελικό ανάγνωσμα θα αναφέρεται στις εμφανίσεις του Χριστού στην ακρογιαλιά. Για παράδειγμα, ο Χριστός εμφανίστηκε μετά την Ανάστασή Του στον Πέτρο ενώ αυτός ψάρευε.
 
Το Γεύμα της Αγάπης [24] που ακολουθεί τη λειτουργία είναι βασισμένο στο μοίρασμα του φαγητού που οι πιστοί φέρνουν μαζί τους μεταξύ των μελών της κοινότητας. Σύμφωνα με τις Γραφές, ο Ιησούς μετά τις εμφανίσεις Του ζήτησε από τους Αποστόλους να δειπνήσουν μαζί Του. Αργότερα ο Ιησούς εμφανίστηκε πάλι στους μαθητές στην όχθη της λίμνης Τιβεριάδος(Ιωάννης 21,1), οπού ύστερα από τις άκαρπες προσπάθειες των μαθητών να πιάσουν ψάρια και δίχως να Τον αναγνωρίσουν, Εκείνος τους λέει: «Ρίξτε το δίχτυ στη δεξιά μεριά του πλοίου και θα βρείτε ψάρια.» (Ιωάννης 21,7) «Φέρτε από τα ψάρια που πιάσατε τώρα.» (Ιωάννης 21,10) «Ελάτε να φάτε, τους λέει ο Ιησούς.» (Ιωάννης 21,12)….
Το Γεύμα της Αγάπης είναι το παράδειγμα που δίνει ο Θεός για να μιμηθούν οι άνθρωποι. ‘ Δεν είναι μια κατάσταση συναισθηματισμού αλλά μια πρόθεση να κάνεις καλό. Δεν είναι μια κρυμμένη στοργή αλλά μια απόκρυφη επιθυμία που ψάχνει μέσα έκφρασης.’ [25] Αναδύεται από την παρουσία του θείου και την αδελφική συμπόνια και φιλανθρωπία και αποτελεί μια αναπαράσταση του Τελευταίου Δείπνου. Με άλλα λόγια, είναι το κοινοτικό δείπνο μετά την αναβίωση της συλλογικής μνήμης και γνώσης κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Κατά τη διάρκεια του δείπνου αυτού επιβεβαιώνονται εκ νέου οι κοινοτικοί δεσμοί και η συνέχεια της παράδοσης. Ο Τζόναθαν Σμιθ, ερευνητής της ελληνικής αρχαιότητας, προτείνει μια ακόμη ερμηνεία: ότι ήδη από την αρχαιότητα τελετουργικά συμπόσια τελούνταν συχνά μέσα στην περιοχή του ιερού κατά την κορύφωση του πανηγυριού, ούτως ώστε να επιβεβαιωθεί μια αίσθηση κοινότητας μέσω της ίσης διανομής φαγητού. [26]
 
Η σχέση των εξωκκλησιών με την περιοχή του χωριού, το σπίτι και την ερημική γη διαλύει την ανωνυμία στην τοπογραφία του νησιού, δημιουργεί μια τάξη στο φυσικό τοπίο και σχηματίζει μια τοπογραφία πλεγμένη από την μετακίνηση των ανθρώπων και τις δραστηριότητές τους. Η πομπή προς τα εξωκκλήσια κατά τη διάρκεια των πανηγυριών και οι μετακινήσεις των χωρικών προς και από αυτά δημιουργούν μια αλληλεπίδραση μεταξύ του φυσικού τοπίου και του χωριού. Δημιουργείται επίσης μια αλληλεπίδραση στην ανανέωση των δεσμών της κοινότητας και της συλλογικής ζωής των χωρικών.
 


Μια άλλη λειτουργία του εξωκκλήσιού: το εξωκκλήσι ως τάφος
Το εξωκκλήσι ως παρουσία στο τοπίο συμβάλλει στη μνήμη του θανάτου του Χριστού και στον εορτασμό της ανάστασής Του. Το εξωκκλήσι όμως οριοθετεί την τοπογραφία με μια ακόμα πρωταρχική λειτουργία του που είναι αυτή του τάφου.
 
Ως τον 19ο αιώνα ο ιδιοκτήτης του εξωκκλησιού και η οικογένειά του είχε το δικαίωμα να ταφεί μέσα στο εξωκκλήσι. Ο άνθρωπος όριζε μέσω της ιδιοκτησίας τον τόπο ταφής του, όπως ακριβώς ορίζει μέσω της ιδιοκτησίας και τη γη που καλλιεργεί και κατοικεί. Έτσι, με την τοποθέτηση και ενσωμάτωση του τάφου στον ναό, ο άνθρωπος εξέφραζε την ανάγκη του για ατομικότητα απέναντι σ’ ένα κοινοτικό γεγονός, ενώ συγχρόνως έθετε μια ιεραρχία και μια συνέχεια μεταξύ του εαυτού του και του θείου. Στις αρχές του 19ου αιώνα όμως, η Καθολική Εκκλησία απαγόρευσε την ταφή τόσο στο ιδιωτικό εξωκκλήσι όσο και στις δημόσιες εκκλησίες, και τότε ήταν που αυτή η χρήση του εξωκκλησιού σταμάτησε. [27] Έκτοτε, τα περισσότερα εξωκλήσια ανήκουν σε ιδιώτες, προσδιορίζοντας παράλληλα και την κοινωνική θέση της οικογένειας, αφού αυτό που αντανακλούν είναι η ανάγκη για μια ιδιωτική έκφραση ευλάβειας, ενώ παράλληλα αποτελούν χώρο μνημόνευσης των αποθανόντων μελών της οικογένειας.
 
Ως σύμβολα αυτής της παράδοσης, λοιπόν, τα εξωκκλήσια αποτελούν ενσωμάτωση της μνήμης του θανάτου και της ανάστασης του Χριστού, αλλά συγχρόνως μαρτυρούν έναν ανθρώπινο θάνατο και μια ανθρώπινη ελπίδα για σωτηρία και λύτρωση.
 


Επίλογος
Σήμερα οι παραδόσεις που υπάρχουν στο νησί ακολουθούν την ορθόδοξη και την καθολική ερμηνεία του χριστιανισμού, παράλληλα όμως αποτελούν ένα αμάλγαμα από έννοιες και σύμβολα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, με ψήγματα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας αλλά και της δομής που εφάρμοσαν αρχικά οι Βυζαντινοί και κατόπιν επανέφεραν σε ισχύ οι Ενετοί. Δοχείο αυτού του πολιτισμικού αμαλγάματος γίνεται το νησί και το φυσικό του περιβάλλον, δίνοντας σε κάθε πιστό τη δυνατότητα να εκδηλώσει τη θρησκευτικότητά του μέσα στο φυσικό τοπίο. Η συνύπαρξη αυτή διαφορετικών εθίμων και παραδόσεων σχετικών με την έκφραση της θρησκευτικότητας μέσα στη φύση, όπως συμβαίνει το Πάσχα, είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτισμού που βλέπουμε ότι διατηρείται ακόμα και σήμερα.
 
Αν ιχνηλατήσουμε την ταραγμένη ιστορία του νησιού, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία αυτών των ναών ως συμβόλων της αναγέννησης και της σωτηρίας σε ένα ιστορικό πλαίσιο συνεχών αλλαγών και ταραχών, τόσο στο νησί όσο και στη χώρα γενικότερα. Τα εξωκκλήσια αντανακλούν μια συνέχεια της παράδοσης στον σύγχρονο κόσμο. Η ταυτότητα του τόπου εκφράζεται στην ιστορία και το πολιτισμικό πλαίσιο των εξωκκλησιών, ενώ παράλληλα τα πανηγύρια και οι τελετές ανανεώνουν αυτήν την παράδοση, που οφείλουμε να διατηρήσουμε.
 
Η δομή του χωριού διατηρώντας την τάξη της, αποκαλύπτει μια αμοιβαιότητα και αλληλεπίδραση μεταξύ φύσης και πολιτισμού. Τελετές και πανηγύρια διατηρούν και συνεχίζουν τα ήθη και την παράδοση• αποκαλύπτουν μια μετάβαση στον χρόνο και την ιστορία του νησιού, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνουν τη συνέχεια και την ταυτότητά του.
 
Οι κάτοικοι του νησιού διατηρώντας τα εξωκκλήσια διατηρούν την παράδοσή τους, και με αυτόν τον τρόπο διατηρούν και τις μνήμες του παρελθόντος. Σημαντικό και αξιόλογο είναι επίσης το γεγονός ότι σύμβολα και έννοιες που μπορεί να μην ερμηνεύονται πια με τον ίδιο τρόπο συνδέονται, ωστόσο, με το παρελθόν μέσω της μίμησης και της επανάληψης σε παρόντα χρόνο.
 
Ίσως υπάρχει μια βαθιά ανάγκη για νοσταλγία μέσω της θρησκείας. Χαρακτηριστικό της νοσταλγίας, ωστόσο, είναι ότι δεν αναφέρεται σε μια ιστορική συνέχεια αλλά περισσότερο σε μια απόσπαση από το παρελθόν. Αυτό που θεωρώ βαθύτερο και πιο βασικό από τη νοσταλγία και που υπάρχει στο νησί αυτό είναι η ανάγκη για πολιτισμική συνέχεια, ώστε να παραδοθεί αυτή η πολιτιστική κληρονομιά στους μεταγενέστερους. Τα χωριά με τους ναούς τους λειτουργούν στην τοπογραφία του νησιού ως σταθερές αποθήκες, ως δοχεία αυτής της συνέχειας του πολιτισμού και της παράδοσης.


 
Σημειώσεις

1. Μάρκος Φώσκολος, Τηνιακά, Επιστημονική, περιοδική έκδοση της Εταιρείας Τηνιακών Ερευνών, Εισαγωγή στην Ιστορία των καθολικών Εκκλησιών της Τήνου, Τόμος 1,(Αθήνα, 1996), σ.43.
2. Γεώργιος Δημητροκάλης, Παραδοσιακή Ναοδομία στην Τήνο, (Αθήνα:Εταιρεία Τηνιακών Ερευνών, 2004)σ.15. Αν η οροφή του εξωκκλησιού είναι αρκετά φαρδιά, τότε ξύλινες δοκοί υποστηρίζουν τους σχιστόλιθους.
3. Ο.Π., σ.26, Ακόμα ένας λόγος για την ύπαρξη της επίπεδης στέγης είναι σύμφωνα με τον Δημητροκάλη το κλίμα, αφού οι βροχές είναι λιγοστές και η ξυλεία ανεπαρκής για έναν άλλο τύπο κατασκευής στέγης.
4. Γεώργιος Δημητροκάλης, Παραδοσιακή Ναοδομία στην Τήνο, (Αθήνα: Εταιρεία Τηνιακών Ερευνών, 2004),σ.26. Η εκδοχή αυτή υποστηρίχτηκε αρχικά κατά τον Ορλάνδο, ο οποίος ήταν ερευνητής της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Εργα του είναι: Κατάλογος των βυζαντινών Μνημείων στην Ελλάδα, Οι Μεταβυζαντινοί Ναοί στην Πάρο, Υλικά και Κατασκευές των Αρχαίων Ελλήνων και Τρόποι εφαρμογής τους.
5. 'Ο.Π., σ26, Ο Όμηρος μαρτυρεί την ύπαρξη επιπεδόστεγων κτισμάτων. Ο Ελπήνωρ, ένας απο τους συντρόφους του Οδυσσέα, κοιμόταν πάνω στο τέγος του μεγάρου της Κίρκης, απ'οπου έπεσε και σκοτώθηκε.
6. Μ.Φώσκολος, Τηνιακά, σ.49
7. Ο.π., σ.49
8. Γ.Δώριζας, Αρχαία Τήνος, (Αθήναι, 1974), σ.45-47.
9. Γ.Δώριζας, Αρχαία Τήνος, (Αθήναι, 1974), σ.45.47
10. Burkett, Walter, Greek Religion, Archaic and Classical, translated by Raffan john,(Oxford: Blackwell, 2000), σ.273-274
11. Μ.Σιώτης, Κυκλαδικό Φως, Η θρησκευτικότητα των Τηνίων, Τα Εξωκκλήσια της Νήσου Τήνου, Αριθμός 157 (Τήνος, Απρίλιος 1962)
14. Γεώργιος Τουφεκλής, ορθόδοξος ιερέας και θεολόγος στην ιερατική Σχολή της Τήνου, προφορική συνέντευξη 14-07-05. Στην αρχή η χρήση του καντηλιού απαντούσε σε πρακτικές ανάγκες, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να βλέπουν όταν προσεύχονται. Το καντήλι πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια των διώξεων των χριστιανών στις κατακόμβες. Αυτός είναι ένας λόγος που αποτελεί σύμβολο του Χριστού (λέγεται και Φως του Χριστού) που αυτοαποκαλείται 'Φως του Κόσμου'. Το καντήλι συμβολίζει το Φώς του Χριστού που φώτιζε την καθαρή καρδιά του πιστού. Για το συμβολισμό του λαδιού στο δοχείο του καντηλιού ο Γ.Τουφεκλής αναφέρθηκε στην ευσπλαχνία του Θεού, όπως αυτή εκφράστηκε με την επιστροφή του περιστεριού στην κιβωτό του Νώε με ένα κλαδί ελιάς στο ράμφος του.
15. George H. Williams, Wilderness and Paradise in Christian Thought: The Biblical Experience of the Desert in the History of Christianity, (New York: Harper & Brothers Publishers, 1962), σ.18.
16. Ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής βρίσκεται πάντα κοντά σε μέρη με νερό (βλ. Γ.Δημητροκάλλης, Παραδοσιακή Ναοδομία στην Τήνο, σ.10)
17.  Η σπηλιά ως μέρος αφιερωμένο στον Αρχάγγελο, προέρχεται απο μια αρχαία Ιουδαική και Χριστιανική παράδοση, η οποία ενέπνευσε τις τοπικές παραδόσεις μεταφέροντας την πίστη ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ήταν υπεύθυνος για την μεταφορά των ψυχών των αποθανόντων στον κάτω κόσμο (βλ. M.Φώσκολος, Τηνιακά, Επιστημονική, Περιοδική έκδοση της Εταιρείας Τηνιακών Ερευνών, πρώτος τόμος, Εισαγωγή στην Ιστορία των Καθολικών Εκκλησιών της Τήνου, (Αθήνα, 1996),σ.52).
18. Ο προφήτης Ηλίας εντοπίζεται πάντα σε βουνά, εξαιτίας του μύθου που λέει ότι ήθελε να μείνει μακριά απο τη Θάλασσα, αφού ταξίδεψε για πολλά χρόνια σε πλοίο.
19. Ο Άγιος Πέτρος ήταν ψαράς. Ο Χριστός εμφανίστηκε στον Πέτρο μετά την Ανάσταση του, ενώ εκείνος ψάρευε στην ακτή.
20. Μ.Σιώτης, Κυκλαδικό Φώς, τα εξωκκλήσια της Νήσου Τήνου, Αριθμός 153, (Τήνος, Φεβρουάριος 1962)
21. Γ.Τουφεκλής, ορθόδοξος ιερέας και θεολόγος, προφορική συνέντευξη 14-07-05.
22. R.R Williams, (Bishop of Leicester) ed., The Acts of the Apostles, (SCM Press), σ. 43-44: Είχε δηλωθεί απο τον Ιησού ότι ο Πέτρος ήταν να γίνει ο βράχος πάνω στον οποίο θα κτιζόταν η Εκκλησία.' Ο Πέτρος σαν ένας αληθινός Απόστολος έγινε μάρτυρας της Ανάστασης του Ιησού Χριστού.
23. Π.Μάρκος Φώσκολος, Ιστορία του χωριού και της καθολικής ενορίας Καρδιανής, Εκδοση 1, Αθήνα 1977, σελ 40.
24. L.F Cross The Oxford Dictionary of the Christian Church, (Oxford: Oxford University Press, 1958), σ.23: Ό όρος αναφέρεται στο κοινό θρησκευτικό γεύμα που φαίνεται πως τελούνταν στη νεαρή Εκκλησία σε στενή σχέση με την Ευχαριστία, αργότερα δε οι αγάπες μοιάζουν όλο και περισσότερο να έχουν γίνει ένα φιλανθρωπικό δείπνο. Έτσι περιγράφονται και απο τον Άγιο Αυγουστίνο'.
25. Ceslaus Spicq, O., Agape in the new Testament, Volume One, Agape in the Synoptic Gospels, Translated by Sister Marie Aquinas McNamara, O.P and Sister Mary Honoria Ricther, O.P., (ST.Lous: B.Herder Book Co., 1963), σ.6, σ.12.
26. Jonathan Z.Smith, To Take Place, Toward Theory in Ritual, (Chicago: The university of Chicago Press, 1987), σ. 228:'Είναι φανερό ότι αρχικοί πυρήνες της ελληνικής θρησκείας ήταν η θυσία και η διαδικασία του φαγητού. Το φαγητό ήταν το βασικό έθιμο σε θρησκευτικές κοινότητες τόσο διαφορετικές όσο αυτές της μινωικής θρησκείας και των πρώτων χριστιανών.'
27. Karsten Harries, The Ethical Function of Architecture, (Campridge, MA: MIT press, 2000), σ.296: Με την εξάπλωση του χριστιανισμού στην Ευρώπη, η ταφή γινόταν όλο και περισσότερο μέσα η κοντά στην εκκλησία. Μόνο με την άφιξη της Μεταρρύθμισης η ταφή σταδιακά επέστρεψε στα κοιμητήρια έξω απο την πόλη. Ο διαφωτισμός, κυρίως για λόγους υγειονομικούς, κατήργησε την ταφή μέσα στις εκκλησίες. Το 1804 ο Ναπολέων απαίτησε κάθε πόλη να εγκαθιδρύσει ένα κοιμητήριο σε μία απόσταση τουλάχιστον 35-40 μέτρα απο τα όρια της.'(βλ. Colvin, Architecture and the After-Life, σ. 368)