Μαρία Βιδάλη
Πρακτικά από το 11ο τακτικό επιστημονικό συνέδριο: Αγροτική οικονομία, ύπαιθρος χώρος, περιφερειακή και τοπική ανάπτυξη, το οποίο οργανώθηκε από την ΕRSA (Πάτρα, 2013)
Το αντικείμενο της μελέτης μου προσδιορίζεται από το αγροτικό τοπίο της Τήνου, την καθημερινή πρακτική των ανθρώπων, τους τρόπους που οικειοποιούνται το τοπίο, καθώς και τον τρόπο που οι ιδιοκτησιακές σχέσεις τους με τη γη και το νερό, επαναπροσδιορίζουν το τοπίο αυτό.
H Τήνος και το τοπίο της έχει υπάρξει το επίκεντρο της έρευνας μου για αρκετά χρόνια, ως μέσω εμπειρικής αντίληψης του τοπίου από διαδρομές αγροτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, καθώς και από τη διαμόρφωση των σχέσεων ιδιοκτησίας με την καλλιεργημένη γη. Ο λόγος που επικεντρώθηκα περισσότερο στη σχέση του ανθρώπου με τη γη του καθώς και στην κοινωνική προέκταση αυτής της σχέσης ήταν αρχικά o τρόπος που προσέλαβα την ύπαρξη ενός ''τεχνητού'' τοπίου κατά τη μεγαλύτερη έκταση του, αφού οι ξερολιθιές και η κατατετμημένη γη είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της μορφολογίας του. Στην παρούσα ανακοίνωση εξετάζω τους τρόπους με τους οποίους η καταγωγή και τα γεωγραφικά όρια του τόπου, οι δραστηριότητες των ανθρώπων και η σχέση τους με τη γη, το νερό και το χώρο που ζούνε και κινούνται καθημερινά, καθώς και η συμμετοχή τους στα έθιμα και τις παραδόσεις του χωριού τους έχουν ως αποτέλεσμα μια κατάσταση συνολικού γίγνεσθαι, η οποία παρουσιάζεται στην έρευνα μου τόσο μέσα από σχέσεις, όσο και μέσα από φυσικά και τεχνητά όρια.
Επίσης προσεγγίζονται ο σχεδιασμός του χωριού και η λειτουργική μετάβαση προς τον φυσικό χώρο. Το χωριό μελετήθηκε επίσης, ως προς τους δημόσιους, ημι-δημόσιους και συλλογικούς χώρους του, ως μια συνέχεια της κατοικίας προς τον κοινόχρηστο χώρο αλλά και ως χώρος τελετουργίας σε σχέση τόσο με την καθημερινή όσο και με τη δημόσια ζωή. Τόσο το φυσικό περιβάλλον και τα στοιχεία που το αποτελούν (habitat), όσο και ο χώρος που ζει ο άνθρωπος και εξελίσσεται η καθημερινότητα του (human habitat) θα δημιουργήσουν τις συνθήκες, χρονικά και χωροταξικά, της μετάβασης του ανθρώπου στο τοπίο, καθώς και της αναγνώρισης μεταβλητών ή και αμετάβλητων ορίων που διαμορφώνουν τον χώρο αυτό.
Η καταγωγή του αγροτικού τοπίου της Τήνου
Μέσα από μια ιστορική αναδρομή μπορούμε να οδηγηθούμε στον τρόπο με τον οποίο συνεχίζει να υφίσταται το τοπίο αυτό σήμερα αλλά και στην κατανόηση της σημασίας της αγροτικής οικονομίας και της ύπαρξης ταυτότητας αυτού του τόπου μέχρι σήμερα.
Η καταγωγή της σχέσης του ανθρώπου με το τοπίο/τη γη του, στο νησί της Τήνου έχει τις ρίζες της στον τρόπο κατανομής της γης με βάση το φεουδαρχικό[1] σύστημα των Ενετών, από το 1390 - 1715, το οποίο εφαρμόστηκε με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα και το σύστημα ιδιοκτησίας της γης του Βυζαντίου. Βασισμένοι στις προϋπάρχουσες δομές της γης και στις σχέσεις του ανθρώπου με αυτήν, ανέπτυξαν μια ιεραρχία εξουσίας πάνω στη γη, που αναγνώριζε τους χωρικούς ως ελεύθερες πολιτικές οντότητες αν και συχνά βρίσκονταν σε σχέση εξάρτησης από έναν ευγενή.[2] Έτσι οι Ενετοί υπερέβησαν τις υπάρχουσες κοινωνικές και θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, ώστε να δημιουργήσουν μια οργανωμένη κοινωνία έτοιμη να ανταπεξέλθει σε επιθέσεις μελλοντικών εχθρών. [3]
Ωστόσο, η κατάσταση στην Τήνο ήταν διαφορετική από αυτή των άλλων νησιών κυρίως, αφού περιελάμβανε υπολογίσιμο αριθμό τιμαριούχων και δεν υπήρχε ο θεσμός του μεγάλου δεσπότη (grand senieur),[4] ο πληθυσμός του νησιού χωριζόταν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, την τάξη των γαιοκτημόνων, που την αποτελούσαν οι 69 τιμαριούχοι, οι cittadini που προέρχονταν από αστικές κοινότητες της Ιταλίας και οι contadini, οι ακτήμονες των οποίων τα πολιτικά δικαιώματα ήταν πολύ περιορισμένα και πρόκειται για την τάξη των ντόπιων χωρικών. Οι ακτήμονες χωρικοί κατείχαν και καλλιεργούσαν τα τιμάρια αυτά για τις δικές τους ανάγκες ενώ απέδιδαν φόρους στους κυρίους της γης[5]. Το γεγονός ότι η γη τούς ανήκε και κάλυπτε ένα μέρος των καθημερινών τους αναγκών και μεταβιβαζόταν στην οικογένεια μέσω των γενεών δημιουργούσε μια αίσθηση συνέχειας μέσα στην οικογένεια και ένα πολύ στενό δεσμό μεταξύ των χωρικών και της γης τους. Υπήρχε επίσης ένας συνεχής διάλογος μεταξύ της ιεραρχίας που βασίζεται στη σχέση ιδιοκτησίας της, καθώς και μια αίσθηση ατομικής ταυτότητας μέσω της εργασίας των χωρικών στη γη. Η εντατική καλλιέργεια στο νησί κάλυψε τις ανάγκες επιβίωσης των κατοίκων, παράλληλα όμως αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος των κοινωνικών και πολιτικών δομών του.
Για παράδειγμα στο χωριό Σμαρδάκιτο, η δομή του χωριού είναι οργανική. Συνίσταται σε έναν κεντρικό δρόμο, τους μικρότερους δρόμους που διακτινίζονται από αυτόν και τα μονοπάτια που οδηγούν στην αγροτική περιοχή. Οι κήποι που περιβάλλουν το χωριό διαμορφώνουν μια περιορισμένη έκταση γης, όπου ο κάθε χωρικός μπορεί να καλλιεργήσει το δικό του αγροτεμάχιο για να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του. Κάθε κήπος συνδέεται με τη δομή του χωριού μέσω ενός συστήματος μονοπατιών. Εκτός από την περιοχή των κήπων, υπάρχει μια μεγαλύτερη ζώνη με εκτενέστερες καλλιέργειες λαχανικών, οσπρίων και φρούτων, που χρησιμοποιούνται τόσο για εμπορική συναλλαγή όσο και για τις ανάγκες της οικογένειας. Στη συνέχεια συναντάμε μεγαλύτερα χωράφια, όπου οι χωρικοί καλλιεργούν σιτάρι και άλλα δημητριακά. Αυτές οι τρεις διαφορετικές ζώνες γης συνδέονται με το χωριό με σοκάκια που ξεκινούν από τον κεντρικό δρόμο του χωριού και σταδιακά γίνονται μονοπάτια. Παράλληλα, το χωράφι κάθε χωρικού γίνεται μέρος του τοπίου του χωριού και διαχωρίζεται από τα άλλα χωριά.
Η περιουσία και η ιδιωτικοποιημένη γη δημιούργησαν μια αίσθηση ταυτότητας και μια τοπογραφία που περιλαμβάνει τον οικείο και τον μη οικείο τόπο, δηλαδή τον τόπο που δεν αποτελεί ιδιοκτησία του χωριού και των ανθρώπων του γενικότερα. Επιπρόσθετα, η ιδιοκτησία έδωσε στους χωρικούς μια αίσθηση ελευθερίας και οικογενειακής ταυτότητας. Τα φυσικά όρια του κάθε χωριού εμπεριέχουν τα όρια ιδιοκτησίας των κατοίκων του ενώ αποτελούν συγχρόνως την έννοια του εσωτερικού, οικείου χώρου για τον κάθε κάτοικο του χωριού σε σχέση με το γειτονικό χωριό και το τοπίο του νησιού ευρύτερα. Αυτή η φυσική προσέγγιση μεταξύ χωριού και αγρών μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια επέκταση ενός ορίου το οποίο συνδέει το χωριό με τους αγρούς.
Επομένως οι πολιτικές και κοινωνικές δομές που δημιουργήθηκαν επί Ενετών και διατηρήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων βασίζονταν σε μια κοινή αρχή αμοιβαίας αλληλεπίδρασης μεταξύ χωριού και γης, καθώς και στις δομές κοινωνικής ιεραρχίας και πλούτου. Έτσι βλέπουμε πως από τα χρόνια των Ενετών μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η καλλιέργεια της γης άλλαξε το τοπίο του νησιού που ήταν βραχώδες και άγονο. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων το νησί πυκνοκατοικήθηκε και οι ανάγκες των κατοίκων έπρεπε να καλυφθούν μέσα σε ένα νέο είδος οικονομίας τροφίμων.[6] Η εργασία των κατοίκων ήδη από την αρχαιότητα και σε μεγαλύτερο βαθμό κατά τον μεσαίωνα άρχισε να αλλάζει όλο το φυσικό τοπίο και σκηνικό που είχε θέσει η φύση. Οι απότομες πλαγιές γης πλέον γίνονται χωράφια, επίπεδες καλλιεργήσιμες επιφάνειες, τα σκαλιά ή τάφροι.[7]Κατά αυτό τον τρόπο το τοπίο του νησιού απέκτησε αναλογίες ανθρώπινης κλίμακας. Συγχρόνως η συνεχόμενη παραγωγή μεταξιού, που είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των δασών του νησιού και την καθιέρωση συγκεκριμένης μορφολογίας στο εσωτερικό των σπιτιών, αποτέλεσαν σημαντικά ιστορικά στοιχεία με αντίκτυπο στη μορφολογία του νησιού ακόμα και σήμερα.
Ιστορικοί της Τήνου, χάρτες και ταξιδιώτες
Τον 17ο αιώνα - η οικονομία του νησιού ήταν απόλυτα γεωργική και κτηνοτροφική[8]. Βασική παραγωγή είναι το σιτάρι, τα αμπέλια, οι συκιές, οι μουριές και τα προϊόντα του λαχανόκηπου, ενώ σημαντική θέση κατέχει το καλό κρασί. Η φεουδαρχία στο νησί διαφέρει αρκετά από την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι φεουδάρχες όπως ήδη είπαμε κατείχαν κάποιες δημόσιες γαίες - τις οποίες εκχωρούσαν οι αρχές κατόπιν αίτησης των ενδιαφερομένων[9] - αλλά δεν είχαν σημαντική ιδιοκτησιακή διαφορά από τους απλούς γαιοκτήμονες των χωριών, απλώς είχαν αυξημένη συμμετοχή στις συνεδριάσεις της Comunita του νησιού. Ξένοι ταξιδιώτες που επισκέφτηκαν το νησί συνήθως αναφέρονται σε αυτό ως το καλύτερα καλλιεργημένο νησί των Κυκλάδων[10], με πλούσια παραγωγή σε μετάξι και μεταξωτές κάλτσες, με το οποίο απασχολούνται κυρίως οι γυναίκες και είναι εξαγώγιμο είδος για το νησί. ''Οι καλλιέργειες είναι πιθανόν πιο φροντισμένες απ' ότι στα άλλα νησιά, παρόλο που το έδαφος είναι πετρώδες σχεδόν σε ολόκληρη την έκταση του. Έχει όμως το προτέρημα μιας σημαντικής ποσότητας γλυκών υδάτων που το αρδεύουν παντού και που συμβάλλουν στην ευφορία του κριθαριού και των άλλων οσπρίων που συλλέγονται με μεγάλη αφθονία.''[11] όπως αναφέρεται σε βιβλίο σύντομης περιγραφής του αρχιπελάγους. Επίσης για όσους εκπατρίζονται αναφέρεται ότι ''ξαναγυρίζουν στην Τήνο, αγοράζουν κάποια κομμάτια γης και γίνονται αριστοκράτες του νησιού''.[12]
Όλα τα παραπάνω στοιχεία και των δυο ενοτήτων, δημιουργούν μια αρχική ιστορική βάση που παρουσιάζει τη σημασία της γης τόσο για τους ντόπιους όσο και ως προς τον τρόπο που την αντιλαμβάνονται οι ταξιδιώτες και την συγκρίνουν με άλλα νησιά.
Συμβόλαια και λεγάτα[13].
Από την εποχή του Ομήρου, η ατομική ιδιοκτησία εμφανίζεται ως ο σημαντικότερος θεσμός λειτουργίας ενός κοινωνικού συνόλου.[14] Η Hanah Arendt αναφέρει ότι προγενέστερα της μοντέρνας εποχής όλοι οι πολιτισμοί στέκονταν πάνω στην ιερότητα της ιδιωτικής περιουσίας. Ο πλούτος αντιθέτως δεν υπήρξε ιερός ποτέ..[15]Παρ΄όλα αυτά, στην Τήνο παρουσιάζεται για πρώτη φορά μέσω του φεουδαρχικού συστήματος και πάλι μια ειδική εφαρμογή/ ένας άγραφος νόμος της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου που ζητάει κανείς να μην υπερβαίνει σε ιεραρχία και πλούτο την Γαληνότατη Δημοκρατία, γι'αυτό και από την εξέταση τόσο των οικιών όσο και της κατάτμησης της γης δεν παρουσίαζεται κάποιος αξιοσημείωτα πλουσιότερος.
Στην προσπάθεια μου να εντοπίσω πώς τα συμβόλαια όριζαν τα πράγματα και την πραγματικότητα της κάθε ιδιοκτησίας αντιλήφθηκα ότι ''το αγαθό'' το οποίο δεν μετριέται σε ύλη, είναι κοινό και ανταλλάξιμο, είναι το νερό. Το νερό ήγειρε ζητήματα περιουσιακά, και δημιουργούσε κάποια πολιτική συνοχή, αφού οι χωρικοί έπρεπε να το μοιράζονται ισότιμα. Οι λιγοστές βροχές και η βραχώδης γη καθιστούσαν τόσο το νερό όσο και την καλλιεργήσιμη γη στοιχείο ζωτικής σημασίας για τους χωρικούς. Κάθε κάτοικος του χωριού είχε δικαίωμα στο νερό, το οποίο μπορούσε να μοιραστεί ή να πουλήσει ή να αφήσει ένα μέρος του ως κληρονομιά στην οικογένειά του. Η κατοχή νερού έθετε και θέτει ακόμα και σήμερα ένα άλλο όριο, μια σχέση των χωρικών με τον χρόνο, αφού το δικαίωμα του αυτό οριζόταν και ορίζεται ακόμα και σήμερα με συγκεκριμένο χρόνο κατανάλωσης μέσα στην ημέρα. [16]
Σε χειρόγραφο συμβόλαιο του 1820 αναφέρεται…''της επισκοπής το νερό είναι όντας έρθει ο ήλιος εις της επισκοπής το αλώνι την κεργακή ως την τρίτη υστερα το μεσημέρι όντας ο ήλιος οσκιάσει εισ ένα περιστορμενάκι εισ την μεσαριά εις την σωτήρα''. Και ακόμα ένα από τα συμβόλαια της ίδιας περίπου εποχής:'' Η επισκοπή θα έχει το νερό από το πρωί της Δευτέρας εος 2ο πρωί της τετάρτης (δυο ημέρας και δυο νύχτες) και από 2ο πρωί της παρασκευής εώς 2ης πρωίας του σαββάτου (μια ημέρα και μια νύχτα)'' [17] Το νερό ρέει, δεν είναι ιδιοκτησία -είναι το αγαθό, γι'αυτό και αγοράζει/ ανταλλάζει κανείς τον χρόνο, όχι το νερό.
Από την άλλη πλευρά η γη δεν προσεγγίζεται γεωμετρικά πάρα μόνο μέσα από τους καρπούς που παράγει και συνδέει τον άνθρωπο με τον χρόνο μέσα από τα ιδιοκτησιακά συμβόλαια και τα λεγάτα τα οποία εμπεριέχουν την προσφορά και δέσμευση προς το θείο . Σε λεγάτα των εκκλησιών της ενορίας Αγ. Τριάδας Κάμπου αναφέρεται…..΄΄ Ένα κομμάτι χωράφι με αμπέλι στον Κάψαλο σποράς 1 νάπου και αμπέλι που παράγει ένα ασκό κρασί περίπου. Συνορεύει ο Μαθιός Σάβαρης και ο δρόμος’’[18]. Επίσης σε συμβόλαιο του 1911 αναφέρεται χωράφι… συνεχόμενον λιβάδιον, εμπεριέχον συκάς, αμπέλους, ελαιόδεντρα, συκομώρέας, δυο κελόμανδρα και ποτιστικόν ύδωρ[19]..ενώ σε μεταγενέστερο συμβόλαιο για την ίδια ιδιοκτησία το 1958 αναφέρεται ως..χωράφιον συγκείμενον εκ δυο σκαλιών, εκτάσως μιας ώρας ζευγάρι[20]. Μέσα από τα λεγάτα - η πρώτη απόπειρα δημιουργίας κτηματολογίου στο νησί το 1700, με αφορμή τον έλεγχο που ήθελε να πραγματοποιήσει ο επίσκοπος Ιουστινιάνης - διαμορφώνεται ακόμα ένα πεδίο ανάγνωσης του τοπίου. Στα λεγάτα, λοιπόν, το χωράφι περιγράφεται μέσα από την σπορά και την παραγωγή του, όπως συμβαίνει και στα παραδείγματα παλαιότερων συμβολαίων, και προσδιορίζεται στον χώρο από τα σύνορα του με το γειτονικό χωράφι και τη σχέση του με τον δρόμο τον κοινό[21]. Μέσα από τη δημοσίευση του ερευνητή και ιερέα Μάρκου Φώσκολου [22]αναφέρεται ότι χρησιμοποιούνται 7 διαφορετικοί όροι που αντιστοιχούν σε 7 διαφορετικά είδη αγροτικών τεμαχίων: chiusa(κτήμα), terreno(χωράφι), vigna(αμπέλι), orto(λαχανόκηπος), giardino(κήπος)(έχει και οπωροφόρα), parageria or terreno inculto (παραγκαιριά)(χρησιμοποιείται για βοσκή), pezzo di vuno(κομμάτι βουνό). Η αγροτική περιουσία εξασφάλιζε προφανώς την επιβίωση της κάθε οικογένειας, όπως και την επιβίωση μακραίωνων συνηθειών και εθίμων, αλλά συγχρόνως όριζε τη ζωή των αγροτών και οριοθετούσε τον χώρο τους.
Εδαφολογική μελέτη - και το αντίκτυπο της στις παραγωγές του νησιού.
Τόσο στο βιβλίο ''Γένεσις και οικολογική κατάστασης των εδαφών της Τήνου'', του Δρ. Σαχάμπι το 1974 όσο και στο βιβλίο ''Γεωλογική δομή και κοιτασματολογία της νήσου Τήνου'', του κ. Μελιδόνη το 1980 παρουσιάζεται η σύσταση των εδαφών του νησιού από ομάδες ιζημάτων, πετρωμάτων (σχιστολιθικών, γρανιτικών και ασβεστολιθικών), κοιτασμάτων, αλλά και θρεπτικών συστατικών. Γενικότερα η πολυμορφία του νησιού καθώς και η διάβρωση και οι απότομες κλίσεις στην επιφάνεια του νησιού παρουσιάζουν μια δυσμενή οικολογική κατάσταση με συνέπειες στην οργάνωση της αγροτικής οικονομίας του νησιού. Σε παρουσίαση του γεωπόνου Ιωάννη Ασπρόμουγγου έγινε σαφές ότι η αγροτική οργάνωση επηρεάστηκε από το κλίμα και το έδαφός, την χλωρίδα και την πανίδα του τόπου, τους μύκητες, τα αιγοπρόβατα και τους ανθρώπους, και πολύ περισσότερο στις μέρες μας από την εθνική πολιτική που ακολουθήθηκε βάσει των προδιαγραφών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην ίδια παρουσίαση έγινε αναφορά σε συνοπτική έκθεση της γεωργοκτηνοτροφικής κατάστασης του νησιού, του 1945, στην οποία γίνεται λόγος τόσο για ραγδαία μείωση της αγροτικής παραγωγής κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με συνέπειες στα σιτηρά (πρώτα σε έκταση), τα όσπρια, τα κηπαία, τα αμπέλια, τα δένδρα και τα οπωροφόρα, όσο και για κάμψη της πτηνοτροφίας, της κτηνοτροφίας και της μελισσοκομίας. Ο γεωπόνος της εποχής προτείνει βελτιώσεις στις καλλιεργητικές μεθόδους, αλλά δίνει έμφαση και στα αρδευτικά έργα και την εκμετάλλευση των υπόγειων υδάτων. Βεβαίως το τοπίο του νησιού από τότε μέχρι σήμερα έχει αλλάξει πολύ. αν σκεφτούμε ότι το 1961 αυξήθηκε ο αριθμός των αιγοπροβάτων από 10.000 σε 32.000.[23] Πολύ σημαντικό στοιχείο κατά τη διάρκεια όλων των αιώνων αποτελεί ο πολυτεμαχισμός του αγροτικού κλήρου. Άρα δεν μπορούσαν να γίνουν μεγάλες καλλιέργειες και ούτε ο κάθε αγρότης μπορούσε να καλλιεργήσει αποτελεσματικά μια συγκεκριμένη έκταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1945 ο κάθε αγρότης είχε από 4-12 αγροτεμάχια, αυτό σημαίνει 15 λεπτά- 2 ώρες να μετακινηθεί από το ένα στο άλλο[24]. Με βάση την εδαφολογική και γεωπονική μελέτη και συγκεκριμένα τις μελέτες πάνω σε κατατομές που έγιναν ανακαλύπτοντας το μητρικό πέτρωμα, την υδατοπερατώτητα και τα συστατικά του εδάφους, οι προτάσεις ευδόκιμων καλλιεργειών που προέκυψαν, συνέπιπταν με τις ήδη υπάρχουσες καλλιέργειες κάθε περιοχή. Ο αγρότης μέσα από την εντατική καλλιέργεια της γης είχε καταφέρει να ανακαλύψει και να αξιοποιήσει ήδη τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους.
Το χωριό Κάμπος, οι δημόσιοι, ημιδημόσιοι χώροι του και η κατοικία.
Το χωριό Κάμπος, ένα από τα παλιότερα χωριά του νησιού ανήκει στην περιφέρεια των Κάτω Μερών, η οποία χαρακτηρίζεται από χωριά με αγροτικές κυρίως οικονομίες, που ασπάζονται το καθολικό θρήσκευμα. Στο χωριό Κάμπος - όπως ίσως και σε άλλα χωριά του νησιού – δεν υπήρχε μέχρι σχετικά πρόσφατα, δημόσιος χώρος με την έννοια της ανοιχτής πλατείας και της δημόσιας ζωής στον χώρο αυτό. Οι δημόσιοι χώροι όπως πλύστρες και κοινόχρηστοι φούρνοι χαρακτηρίζονται από τις δραστηριότητες της καθημερινότητας, ενώ το προαύλιο της εκκλησίας χαρακτηρίζεται ως δημόσιος χώρος κυρίως κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής λειτουργίας. Δημόσιο χώρο αποτελεί ο δρόμος, ο οποίος, στο χωριό Κάμπος, σε μια στροφή όπου φαρδαίνει το άνοιγμα του ονομάζεται ''χορεύτρα'' και στο σημείο αυτό μόνο γίνονταν κάποτε οι χοροί του χωριού. Σε αντίθεση όμως με την παραπάνω περιγραφή, την ημέρα του Αγίου Πνεύματος που γιορτάζει το χωριό, τα σπίτια ανοίγουν για να φιλοξενήσουν στο γεύμα μετά την εορτάσιμη λειτουργία τους συγχωριανούς τους, αλλά και τους ''ξένους'' από άλλα χωριά, που έρχονται στο πανηγύρι του χωριού, όπως συμβαίνει ακόμα στις μέρες μας.
Κάθε σπίτι και οικογένεια του χωριού αποτελούσε μία οικονομική μονάδα, της οποίας η δύναμη εντοπιζόταν πρωτίστως στους αποθηκευτικούς χώρους του σπιτιού, όπου φυλάσσονταν τα εδώδιμα προϊόντα για τις ανάγκες της οικογένειας, τηρώντας έτσι την τάξη και την ιεραρχία του σπιτιού (οίκου) και του νόμου, δηλαδή την οικο-νομία του σπιτιού. Το σπίτι της οικογενειακής μονάδας διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο επίπεδο του σπιτιού, το ισόγειο, που χρησιμοποιούνταν κυρίως για την αποθήκευση τροφίμων, τη διαδικασία παραγωγής τροφίμων από τους καρπούς της γης και τη φύλαξη ορισμένων ζώων - σήμερα χρησιμοποιείται γενικότερα ως αποθηκευτικός χώρος- και το δεύτερο επίπεδο, τον πρώτο όροφο του σπιτιού, όπου κατοικεί η οικογένεια. [25] Υπάρχει μια ιεραρχία στο σπίτι, που συνδέει την αποθήκη με τη φύση και τη διατήρηση των τροφίμων, ενώ ο χώρος κατοικίας, στο υψηλότερο πάτωμα, συνδέεται περισσότερο με την καθημερινή οικογενειακή ζωή και την κοινοτική ζωή του χωριού. Και οι δύο χώροι διαμορφώνουν και προβάλλουν την οργάνωση και οικονομία του σπιτιού. [26]
Γενικότερα βλέπουμε πως ο ιδιωτικός χώρος ξεκινάει από τον χώρο της οικογένειας και συμπεριλαμβάνει το νερό και τη γη που η οικογένεια καλλιεργεί, όπως επίσης ότι στα περισσότερα χωριά της Τήνου η πλατεία σχηματίζεται όταν η εκκλησία βρίσκεται σε κοντινό χώρο με τις πλύστρες του χωριού. Πιθανότατα, η καθημερινή πρακτική σε συνδυασμό με την προσέγγιση του θείου δημιουργεί μια άλλη ανάγκη χώρου.
Η συμμετοχή της οικογένειας στην κοινοτική ζωή του χωριού, τα πανηγύρια και τις θρησκευτικές εορτές, λειτουργεί ως μέτωπο μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας ζωής και φέρνει τον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας πιο κοντά στον πολιτικό χώρο του χωριού. Η συμμετοχή των κατοίκων στις συλλογικές δραστηριότητες, τις γιορτές και τις παραδόσεις, καταργεί τα απόλυτα όρια μεταξύ κοινού και ιδιωτικού. Αντίστοιχα όμως βλέπουμε πως στον χώρο της κατοικίας ο κύκλος της φύσης εμπεριέχεται στη δομή στα όρια του σπιτιού και των κύκλο της ζωής των ανθρώπων.
Τα όρια – μη όρια του αγροτικού τοπίου.
Σε ένα τοπίο που εμφανίζεται τεχνητό - αφού οι αναρίθμητες σειρές τραφών και ξερολιθιών δημιουργούσαν τις καλλιέργειες - και κάποτε μεταβαλλόμενο - αφού οι αγρότες για να ενδυναμώσουν τη γη μετέφεραν τους τράφους και έφτιαχναν καινούριους - οι σχέσεις ιδιοκτησίας γης, η χρήση του χρόνου του νερού, ο δημόσιος και μη-δημόσιος χώρος του χωριού με οδήγησαν να αναρωτηθώ ποια είναι η σημασία και ο ρόλος των ορίων στο ίδιο το αγροτικό τοπίο μέσα στο τοπίο, αλλά και στην κλίμακα του σπιτιού και της καθημερινής πρακτικής των ανθρώπων. Σε μια διαφορετική κλίμακα και μέσα από τη μελέτη της ανθρωπολόγου Μαρίας Γιαννισοπούλου[27] διακρίνεται μια οριοθέτηση που αγγίζει αρχικά έναν χωροταξικό διαχωρισμό που υφίσταται ακόμα και σήμερα και εκφράζει μια γεωμορφολογική αντίθεση (Πάνω - Κάτω Μέρη), η οποία προκύπτει από μια δεύτερη (Μέσα - Έξω μέρη). Η οριοθέτηση αυτή δηλώνει την εγγύτητα/ απομάκρυνση σε σχέση με ένα κέντρο, το οποίο επί Βυζαντίου και Ενετών ήταν το κάστρο, la citta. Στη σύγχρονη εποχή, όπου κέντρο θεωρείται το λιμάνι, το οποίο αποκαλείται χώρα, ο διαχωρισμός αυτός προσδιορίζει σχετικά μόνο της παραγωγικές ασχολίες των κατοίκων.[28] Παράλληλα όμως ο χωροταξικός διαχωρισμός υπήρξε παραγωγικός και θρησκευτικός, δημιουργώντας ξεχωριστές ομάδες πληθυσμού που διακρίνονται από τις παραγωγικές ασχολίες τους, την κοινωνική τους κατάσταση και τη θρησκευτική τους ένταξη. Βάσει της ερμηνείας του Christopher Alexander [29]υπάρχει μια ροή και μετακίνηση κέντρων που επιτρέπει τον επαναπροσδιορισμό των ορίων της κάθε επιφάνειας και τον εντοπισμό ευμετάβλητων/ ελαστικών ορίων, σε αντίθεση με την ύπαρξη περισσότερο ξεκάθαρων ορίων που προσδιορίζουν κυρίως τις σημερινές ιδιοκτησίες.
Το βιβλίο The lives of a cell του Lewis Thomas[30] με βοήθησε να αντιληφθώ ότι η ζωή και η εξέλιξη ενός οργανισμού ή γενικότερα ενός οργανωμένου ζωικού συστήματος δεν βασίζεται κατεξοχήν στον πυρήνα του/ στο κέντρο του αλλά στα άκρα του, στα σημεία δηλαδή που μέσα από διαφορετικές διαδικασίες ο οργανισμός αυτός θα κάνει νέες συνδέσεις με τον περιβάλλοντα χώρο του και άλλους οργανισμούς και πιθανότατα θα οδηγηθεί σε μια νέα μορφή, ως μέρος της εξέλιξης του ή και της συμβίωσης του με άλλους οργανισμούς. Η ερμηνεία που προηγήθηκε υπήρξε καθοδηγητική στην προσέγγιση μου τόσο στα φυσικά όρια/ ξηρολιθιές και στη διαμόρφωση των ιδιοκτησιών του χωριού, όσο και γενικότερα σε ό,τι ενείχε τη θέση άκρου. Μέσα από την αρχική μου προσέγγιση στην καθημερινότητα και τα πανηγύρια των χωριών άρχισα να συνειδητοποιώ πως τα όρια, ακόμα και μέσα στην κλίμακα του χωριού, δεν είναι απόλυτα σαφή κάποιες φορές, αλλά υπερβαίνονται μέσα από τις δραστηριότητες των κατοίκων του χωριού. Στα πλαίσια όμως του χωριού μια ακόμα σχέση που οφείλω να αναφέρω είναι η συμβίωση και συνεργασία ανθρώπων και ζώων, οποία δημιουργεί ένα διαφορετικό επίπεδο συμβίωσης πέραν των δεδομένων ορίων που αντιλήφθηκα στην αρχική μου σχέση με το χωριό.
Η Donna Harraway αναφέρει ότι οι εμπλοκές όντων στον τεχνοπολιτισμό/ technocultural, λειτουργούν μέσω αμοιβαίων επαγωγών ώστε να σχηματίσουν συντροφικά ήδη,[31] δηλαδή ένα πολιτισμό σε ένα συλλογικό αναδιαμορφωμένο γίγνεσθαι χωρίς την ύπαρξη συγκεκριμένων ορίων.
Συμπεράσματα
Οι δραστηριότητες των ανθρώπων στους αγρούς και στα καλλιεργημένα χωράφια, στα αλώνια και τους ανεμόμυλους συνθέτουν μια περιοχή συλλογικής και ατομικής δράσης, μεταξύ των κατοικημένων τμημάτων του χωριού και των αγρών. Οι αγροί και τα καλλιεργημένα χωράφια, συνδέονται με το χωριό μέσω μονοπατιών, προσδιορίζοντας έτσι κι αυτά τη δομή του χωριού. Η ιστορική μελέτη προετοιμάζει το έδαφος κατανόησης της διαμόρφωσης και εξέλιξης του τοπίου αυτού μέχρι σήμερα. Παράλληλα, η καθημερινή πρακτική στα πλαίσια μιας αγροτικής κοινωνίας -- που ζει στον σύγχρονο κόσμο, έχοντας όμως μια βαθιά παράδοση και μέσω αυτής μια συνέχεια με παλιές πρακτικές -- μπορεί να ξετυλίξει το νήμα, για τη σχέση του ανθρώπου με τον κατοικημένο χώρο του χωριού και το ευρύτερο τοπίο γύρω του. Η κατάτμηση του τοπίου αλλά και η κατάτμηση του χρόνου, τόσο μέσα από τη χρήση του νερού όσο και μέσα από τον κύκλο των εποχών διαγράφουν μια σχέση τόσο με τον χώρο και τον χρόνο όσο και τη ζωή.
Η δράση αυτή των ανθρώπων είναι που φτιάχνει τη δομή του χωριού και τον χώρο του. Η εδαφολογική μελέτη έρχεται να συμπληρώσει τον τρόπο αντιμετώπισης και αντίληψης του τοπίου αυτού από τους ανθρώπους που το κατοικούν και ζουν από αυτό. Το αγροτικό τοπίο της Τήνου και συγκεκριμένα η ευρύτερη περιοχή του χωριού Κάμπος, ο εσωτερικός και εξωτερικός χώρος του χωριού, τα όρια που διαμορφώνουν το μέσα και το έξω του, όπως επίσης οι δημόσιοι, ημιδημόσιοι και ιδιωτικοί του χώροι ερευνώνται σε μια προσπάθεια όχι αποτύπωσης της δομής, αλλά της δραστηριότητας. Έτσι η βασική μελέτη στο τοπίο του χωριού, παρουσιάζει ένα τοπίο μέσα από τη μεταμόρφωση και όχι την απόλυτη χάραξη. Η συνολική δράση υποκειμένων, ανθρώπων, ζώων, καλλιεργειών ορίζουν μια νέα κατάσταση, η οποία μπορεί να απεικονίζεται να αποτελεί κέντρο εξέλιξης και ανάπτυξης μιας βαθύτερης πολιτιστικής οικολογίας. Πιθανότατα υπάρχουν αρχές που αγγίζουν τόσο την παράδοση όσο και την εξέλιξη και τη συνέχιση ενός υπάρχοντα πλούτου με πολλές προεκτάσεις τόσο στο πολιτισμό όσο και στην οικονομία και ανάπτυξη ενός τόπου.
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία
Alexander, Christopher, Τhe Nature of Order: An Essay on the Art of Building and the Nature of the Universe, Βοοk 1, Τhe phenomenon of life, Published by, The centre for Environmental Structure, California 2002
Arendt, Hannah, The Human Condition, The University of Chicago Press, Chicago, 1998.
Βourdieu, Pierre, The Logic of Practice, Translated by Richard Nice, Polity Press, 1990.
De Certeau, Michel , The practice of everyday life, Translated by Steven Rendall, University of California Press, 1984.
Centre de Recherches d' Histoire Ancienne, volume 126, Structures Rurales et Sociétés Antiques, Actes du colloque de Corfou (14-16 Mai 1992), Editeurs: Doukellis N.Panagiotis N. et Mendoni G. Lina, Annales Littéraires de l’Université de Besancon, diffusé par Les Belles Lettres, Paris, 1994.
Dubisch Jill, Gender & Power in Rural Greece, Princeton University Press, Princeton, New Jersey, 1986.
Glacken, J. Clarence, Traces on the Rhodian Shore, Nature and Culture in Western Thought from Ancient Times to the End of the Eighteenth Century, University of California Press, Berkeley CA, 1973.
Hanson, Davis Victor, The Other Greeks, The Family Farm and the Agrarian Roots of Western Civilization, The Free Press, 1995.
Harraway J. Donna, When species meet, Post Humanities, volume 3, University of Minnesota Press, Mineapolis, London, 2008
Hirsch, Eric and O' Handlon Michael (editing), The anthropology of Landscape: Perspectives on place and space, Oxford studies in Social and Cultural Anthropology, Clarendon Press, Oxford, 1995.
Ingold, Tim, The perception of the Environment: Essays on Livelihood, Dwelling and Skill, Routledge, London and New York, 2002, (2000).
Letherbarrow, David, Topographical Stories, Studies in Landscape and Architecture, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 2004.
Lewis, Thomas, The Lives of a Cell, Notes of a biology Watcher, The Viking Press, New York, 1974.
McEwen, Kagis Indra, Socrates’ Ancestor: An Essay of Architectural Beginnings, Cambridge, MA: The MIT Press, 1993.
Pozzi, C. Dora, and M. John Wickersham, Myth and the Polis, Cornell University Press, 1991.
Seamon, David and Mugerawer Robert, eds Malabar, Dwelling, Place and Environment: Towards a Phenomenology of Person and World, Krieger Publishing, Florida, 2000.
Vernant, Jean-Pierre, The origins of Greek Thought, translated from the French, Cornell University Press, New York, 1982.
Zimmerman Michael, Rethinking the Heidegger-Deep Ecology Relationship, Environmental Ethics 15, no. 3, Fall 1993.
Ελληνική βιβλιογραφία και μεταφρασμένη
Βιδάλη Θ. Μαρία, Γη και χωριό. Τα εξωκκλήσια της Τήνου, Εκδόσεις Futura και Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης, 2009.
Γιαννίση, Φοίβη - Ζήσης Κοτιώνης, 12η Διεθνής Έκθεση Αρχτεκτονικής, Μπιενάλε Βενετίας, 29 Αυγούστου - 21 Νοεμβρίου 2010, Ελληνική συμμετοχή, Κιβωτός, Παλαιοί σπόροι για νέες καλλιέργειες, Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, 2010.
Γεωργαντόπουλος, Επαμ. (1885), Εισαγωγικό σημείωμα - ευρετήριο, εκδοτική επιμέλεια Δημήτριος Ζ. Σοφιανός, Τηνιακά, Ήτοι αρχαία και νεωτέρα γεωγραφία και ιστορία της νήσου Τήνου, Αθήνα 2005. Μεταφρασθείσα εκ του Γαλλικού, Δαμιράλη, Ν. Μ., Ιστορία των Κυκλάδων Νήσων, Εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Περρή
Γιαννισοπούλου Μαρία, Τήνος το νησί των αντιθέσεων. Μια πρόκληση για τον ερευνητή, Τηνιακά Σύμμεικτα, Περίοδος ΄Β - Τχ 1ο, Απρίλιος - Ιούνιος 2004
Δουκέλλης, Παναγιώτης, επιμέλεια, Το ελληνικό τοπίο. μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου, Εκδόσεις Εστία, 2005.
Δώριζας, Γεώργιος, Αρχαία Τήνος, Μέρος πρώτον, Αθήναι, 1974.
Δώριζας, Γεώργιος, Η Μεσαιωνική Τήνος, Μέρος δεύτερον, Aθήναι, 1976.
Ζαλλώνης, Mαρκάκης, Ταξίδι στην Τήνο, ένα από τα νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, μετάφραση π. Δημήτριος Δαλέζιος, τ. Ι., εισαγωγή και επιμέλεια έκδοσης Κώστας Δανούσης, Εταιρεία Τηνιακών Μελετών, Η Τήνος μέσα από τα κείμενα, έκδοση Συλλόγου « Οι Φίλοι του Κρόκου», Τήνος, 1998.
Kάραλη, Μάχη, Οι Αγροτικές Κατοικίες στην Εξωμεριά της Τήνου, Πολιτιστικό και Τεχνολογικό Ίδρυμα ETBA, Αθήνα, 2002.
Μανωλίδης Κώστας - Καναρέλης Θεοκλής, Η διεκδίκηση της Υπαίθρου. Φύση και Κοινωνικές Πρακτικές στη σύγχρονη Ελλάδα, Η έννοια Φύση, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.
Παπαδόπουλος Α., Χατζιμιχάλης Κ., επιμέλεια και εισαγωγή αφιερώματος στην Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών: Η νέα γεωγραφία της Ελληνικής Υπαίθρου, no 25/ 2008.
Φώσκολος Μάρκος, Τηνιακά Ανάλεκτα, Τόμος 3,Το κτηματολόγιο των εκκλησιών της Τήνου και η καταγραφή των λεγάτων τους. ΑΚΤ, Κώδικας 4, Εκδόσεις Φιλιππότη, 1998.
Φώσκολος Μάρκος, Παρθένιος Μενάρδος, ο Ξανεμίτης και ο Άγιος Ιωάννης στο Ξάνεμο», Δήμος Τήνου 2010.
Τήνος Ιστορία και Πολιτισμός, επιμέλεια έκδοσης Φώσκολος, π. Μάρκος ς, Τόμος Α΄: Ιστορία, Δήμος Εξωμβούργου Τήνου, Αναπτυξιακή, Δημοτική Επιχείρηση, Τήνος, 2005.
Αναφορές
[1] Μ. Βιδάλη, Γη και χωριό. Τα εξωκκλήσια της Τήνου, Εκδόσεις Futura και Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης, 2009, σελ. 33, σημ. 27,«Εντούτοις, ενώ δεν υπήρχε η λέξη «φεουδαρχία», στα λατινικά και στις καθομιλούμενες γλώσσες υπήρχαν λέξεις για τον ο υποτελής (vassus, αργότερα vassalus) και το φέουδο» ή τα αναγκαία συστατικά του φεουδαρχικού δεσμού. « Η υποτέλεια, ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα, απέκτησε χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν από άλλους παρόμοιους δεσμούς ». Bλ. D. Nicholas, H εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου. Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1999, σ. 217.
[2] Ο. π., σ. 33, σημ. 28, Γ. Δώριζας, Αρχαία Τήνος, Μέρος Πρώτον, Αθήναι, 1974, σ. 51.
[3] Ο. π., σ. 33, σημ. 29, Αυτό ήταν στοιχείο των κοινωνικών δομών που επανεμφανίζεται από τα βυζαντινά χρόνια. Βλ. Μάχη Kάραλη, Οι Αγροτικές Κατοικίες στην Εξωμεριά της Τήνου, Πολιτιστικό και Τεχνολογικό Ίδρυμα ETBA, Αθήνα, 2002, σελ. 23 Σημείωση 26, Slot,
[4] Ο. π., σ. 33, σημ. 30, Μάχη Kάραλη, Οι Αγροτικές Κατοικίες στην Εξωμεριά της Τήνου, Πολιτιστικό και Τεχνολογικό Ίδρυμα ETBA, Αθήνα, 2002, σελ. 22, Σημ. 21, π. Φώσκολος, 1987, σελ.233 και ο ίδιος, εφημ. Τήνος 36/1979’ Eδώ ανώτατος άρχοντας και εκπρόσωπος της Γαληνότατης είναι ο ρέκτορας (rector), o oποίος εκλεγόταν από τη Γερουσία.’ (Slot.σελ.42)
[5] Ο. π., σ.35, σημ.31, «Για την Τήνο ο φόρος αυτός δεν ήταν άλλος από την δεκάτη zemora ή gemora, από τη βυζαντινή λέξη γεωμόριον.»« Μάλιστα σύμφωνα με μία μαρτυρία τα τιμάρια αυτά ουσιαστικά ανήκαν στους χωρικούς, μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά χωρίς να μπορούν να πουληθούν ή να χαρισθούν, όταν δε δεν υπήρχε απόγονος επέστρεφαν «εις του πρέντζιπα τα χέρια ως πράγματα αυθεντικά».
[6] Ο. π., σ.36, σημ.35, Μάχη Kάραλη, Οι Αγροτικές Κατοικίες στην Εξωμεριά της Τήνου, Πολιτιστικό και Τεχνολογικό Ίδρυμα ETBA, Αθήνα, 2002, σελ. 22 «Η Τήνος πυκνοκατοικήθηκε σε βαθμό τέτοιο πού, παρ’ όλη την εντατικοποίηση της γεωργίας, δεν ήταν σε θέση να θρέψει τον πολυάριθμο πληθυσμό της. Κατά συνέπεια συχνά κοινωνικά προβλήματα.»
[7] Ο. π., σ.36, σημ.36, Γεώργιος Δώριζας, Η Μεσαιωνική Τήνος, Μέρος δεύτερον, Aθήναι, 1976, σελ 233. «Τα σκαλιά χωρίζονται από πέτρινα τοιχία, τις ξηρολιθιές, ή αλλιώς πεζούλες τις οποίες χτίζουν οι χωρικοί για να συγκρατούν το χώμα και να μην παρασύρεται από τα νερά της βροχής στη θάλασσα.»
[8] Μάρκος Φώσκολος, Παρθένιος Μενάρδος, ο Ξανεμίτης και ο Άγιος Ιωάννης στο Ξάνεμο», Δήμος Τήνου 2010, σελ…. .
[9] Όπ., σελ.18
[10] Κυριάκος Σιμόπουλος ς, Τόμος Β', Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800, Αθήνα 1973, σελ.33.
[11] Αικατερίνη Ν. Σαράφη, Τήνος, Χάρτες - Ενδυμασίες, Εκδόσεις Καστανιώτη – Διαττων, σελ.221.
[12] Κυριάκος Σιμόπουλος , Τόμος Β', Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800, Αθήνα 1973, σελ.33.
[13] π. Μάρκος Φώσκολος, Τηνιακά Ανάλεκτα, Τόμος 3, Ανάτυπο, Το Κτηματολόγιο των εκκλησιών της Τήνου και η καταγραφή των λεγάτων τους. σελ. 241, Τα είδη λεγάτων, που αναφέρονται στον κώδ. 4, είναι 5 ειδών ως προς τους λεγατάριους: τα προσωπικά, τα οικογενειακά, τα παπαδικά, τα εφημεριακά, και τα ενοριακά. σελ. 242 - 243, Ως προς το χρόνο, τα λεγάτα μπορούσαν να ήταν διηνεκή ή περιορισμένα. Ως προς τις υποχρεώσεις των λεγαταρίων, αυτές πρέπει να χαρακτηριστούν μάλλον σύνθετες, επειδή πρόκειται για ένα σύνολο υποχρεώσεων: τέλεση Λειτουργιώνκαι πανηγυριών, ελεημοσύνες και μοίρασμα τροφίμων (ψωμί, κρασί, όσπρια), συντήρηση ενός ή περισσοτέρων καντηλιών, σε ναούς ή σε σπίτια.
[14] Centre de Recherches d' Histoire Ancienne, volume 126, Structures Rurales et Sociétés Antiques, Actes du colloque de Corfou (14-16 Mai 1992), Editeurs: Panagiotis N. Doukellis et Lina G. Mendoni, Annales Littéraires de l’Université de Besancon, diffusé par Les Belles Lettres, Paris, 1994, σελ.28
[15] Hannah Arendt, The Human Condition, The University of Chicago Press, Chicago, 1998, σελ.61.
[16] Μ.Φώσκολος, καθολικός ιερέας και θεολόγος, ερευνητής, προφορική συνέντευξη, 18-06-05. Αυτή η πληροφορία βασίζεται σε μαρτυρία και σε έγγραφα κληρονομιάς. Επίσης, οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν τη σκιά ενός κυπαρισσιού ως ηλιακό ρολόι, αφού ‘η φύση ποτέ δεν ψεύδεται’, όπως έλεγαν οι ίδιοι. Έτσι καθόριζαν τη χρονική διάρκεια που θα τους ανήκε το νερό της πηγής που διεκδικούσαν. Αυτό συμβαίνει στο νησί ακόμα και στις μέρες μας.
[17] Αρχείο ΑΚΤ, φακ.19, εσ. 6 -Κτήματα
[18] π. Μάρκος Φώσκολος, Τηνιακά Ανάλεκτα, Τόμος 3, Ανάτυπο, Το Κτηματολόγιο των εκκλησιών της Τήνου και η καταγραφή των λεγάτων τους. σελ. 333.
[19] Συμβόλαιο, Τήνος, 3.751/ 18-12-1911.
[20] Συμβόλαιο, Τήνος, 18.281/ 3-10-19158.
[21] Μάρκος Φώσκολος, Τηνιακά Ανάλεκτα, Τόμος 3,Το κτηματολόγιο των εκκλησιών της Τήνου και η καταγραφή των λεγάτων τους. ΑΚΤ, Κώδικας 4, Εκδόσεις Φιλιππότη, 1998, σελ.15-16.
[22] 'Οπ., σελ.244
[23] Συνοπτική έκθεση της γεωργοκτηνοτροφική κατάστασης του νησιού, του 1945
[24] Παρουσίαση γεωπόνου Ιωάννη Ασπρόμουγγου, Τήνος, Σεπτέμβριος 2011
[25] Μ. Βιδάλη, Γη και χωριό. Τα εξωκκλήσια της Τήνου, Εκδόσεις Futura και Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης, 2009, σελ. 45,
[26]Μ.Βιδάλη, Γη και χωριό. Τα εξωκκλήσια της Τήνου, Εκδόσεις Futura και Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης, 2009, σελ. 46, Ο πρώτος όροφος του σπιτιού είναι ο κύριος χώρος κατοικίας της οικογένειας. Το σαλόνι και η τραπεζαρία είναι το κέντρο του σπιτιού και είναι πάντοτε καλά φωτισμένα. Σε αυτό το χώρο συναθροίζεται η οικογένεια στα πανηγύρια και τις γιορτές. Ωστόσο, αυτός είναι κατεξοχήν ο χώρος της γυναίκας, αφού εκεί κάποτε, στα παλιότερα σπίτια του χωριού εκτρέφονταν οι μεταξοσκώληκες για την παραγωγή του μεταξιού – καθήκον το οποίο κατά παράδοση αναλάμβανε η γυναίκα. Τα άλλα δωμάτια περιβάλλουν το σαλόνι. Τα υπνοδωμάτια είναι μικρά και σκοτεινά, αφού ένα άλλο στάδιο της παραγωγής μεταξιού λάμβανε χώρα σε αυτά, πάνω από τα καλαμωτά ταβάνια. Τέλος, η κουζίνα, μικρή και ανήλια, με ένα τζάκι στη γωνία για την προετοιμασία του φαγητού και το μαγείρεμα, συμπληρώνει το περιβάλλον του σπιτιού.
Σημ.27, Από το κοινοτικό πετρόχτιστο μονοπάτι, μια σκάλα ξεκινάει προς την αυλή του σπιτιού, σηματοδοτώντας την είσοδο στην αυλή και δημιουργώντας το βασικό κατώφλι μεταξύ δημόσιου χώρου και οικίας. Η αυλή γίνεται επέκταση του σαλονιού του σπιτιού – είναι το μέρος όπου η οικογένεια συναντιέται αργά το απόγευμα του καλοκαιριού, το μέρος όπου αποξηραίνει τα φρούτα και τους καρπούς της. Ακόμα μία σκάλα οδηγεί στο επίπεδο χωμάτινο δώμα του σπιτιού, το οποίο υποστηρίζεται με ξύλινες δοκούς και σχιστόλιθους· μετά τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου, ο χωρικός πρέπει να συμπιέζει το χώμα του δώματος, ώστε να διατηρείται το σπίτι στεγνό.
[27] Μαρία Γιαννισοπούλου, Τήνος το νησί των αντιθέσεων. Μια πρόκληση για τον ερευνητή, Τηνιακά Σύμμεικτα, Περίοδος ΄Β - Τχ 1ο, Απρίλιος - Ιούνιος 2004, σελ.5
[29] Christopher Alexander Τhe Nature of Order: An Essay on the Art of Building and the Nature of the Universe, Βοοk 1, Τhe phenomenon of life, Published by, The centre for Environmental Structure, California 2002, σελ. 404.
[30] Thomas Lewis, The Lives of a Cell, Notes of a biology Watcher, The Viking Press, New York, 1974, σελ. 6.
[31]Donna J. Harraway, When species meet, Post Humanities, volume 3, University of Minnesota Press, Mineapolis, London, 2008, σελ.281.