Θεωρία και πράξη

Μαρία Βιδάλη
Πρακτικά συνεδρίου: Η σημασία της Φιλοσοφίας στην Αρχιτεκτονική Εκπάιδευση, Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή (Αθήνα 2012)

 

Θεωρία και πράξη

Ο ρόλος της φιλοσοφίας στην κατανόηση και ερμηνεία της αρχιτεκτονικής γλώσσας

 

Εισαγωγή

Μια «κοινωνία» που δεν ξέρει τι γυρεύει, αφού δεν μιλά πια μια κοινή γλώσσα, αλλά πολλές, και που ο καθένας τραυλίζει μια δική του διάλεκτο (που δεν είναι καν «γλώσσα») για να μην την καταλαβαίνει άλλος. Όπως γίνεται και με την αρχιτεκτονική σήμερα, λίγο-πολύ σε όλους τους τόπους, όπου ο καθένας έχει μια δική του αρχιτεκτονική, που δεν την αναγνωρίζει ο άλλος.
                                                          Άρης Kωνσταντινίδης, Αρχιτεκτονικά θέματα, 1972i

Δανείζομαι τα λόγια του Άρη Κωνσταντινίδη, του αρχιτέκτονα που ενδιαφερόταν πολύ για την ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, όπως πολλοί αρχιτέκτονες του ’30. Ο Άρης Κωνσταντινίδης, όμως, δεν έβλεπε σύγκρουση μεταξύ του μοντερνισμού και της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς του. Σύμφωνα με τον David Leatherbarrow, o Κωνσταντινίδης έβλεπε ένα είδος ανανέωσης, η οποία μπορούσε να  διατηρήσει ζωντανή αυτή την πολιτιστική παράδοση. Ο Κωνσταντινίδης μιλάει για μια γλώσσα κοινή, ηθικά και πολιτιστικά, βάση της οποίας μια «κοινωνία» επικοινωνεί. Συγχρόνως, στην αρχιτεκτονική του αναγνωρίζουμε μια γλώσσα συνδεδεμένη με το ελληνικό τοπίο και τις ανάγκες τις καθημερινής ζωής. Tα κτίσματά του επικοινωνούν με το τοπίο και την κοινωνία γύρω τους.

 

Η κατανόηση και ερμηνεία της αρχιτεκτονικής γλώσσας

Θα ήθελα να ξεκινήσω με μια αναφορά στη σημασία της κατανόησης και ερμηνείας της αρχιτεκτονικής γλώσσας. Η γλώσσα, γενικότερα, είναι το μέσο που μας βοηθάει να βγούμε από τον άμορφο προσωπικό κόσμο μας και να μετακινηθούμε σε έναν κόσμο κοινό. Δημιουργούμε επικοινωνία και εμπειρία χρησιμοποιώντας μια γλώσσα κοινή, άρα η ύπαρξή μας σε σχέση με τα πράγματα γύρω μας και με τον ίδιο μας τον εαυτό ξεκινάει από τη γλώσσα, το μέσο για έκφραση και συνεννόηση. Όπως λέει ο Heidegger, η γλώσσα μοιάζει με ένα πλαίσιο για να γίνει κάποιος κατανοητός – μόνο αυτός που καταλαβαίνει μπορεί να ακούσει. iii

Έτσι, λοιπόν, αντιλαμβάνομαι τη σημασία της κατανόησης και ερμηνείας της αρχιτεκτονικής γλώσσας, μιας γλώσσας που για να είναι κατανοητή, οφείλει να είναι κοινή -να επιδιώκει να καλύψει κοινές ανάγκες των ανθρώπων και του πολιτισμού τους- και καθαρή - να γνωρίζει πού απευθύνεται και τι πραγματικά θέλει να πει.

Ο προβληματισμός μου γύρω από αυτά τα θέματα αρχίζει και γίνεται πιο συνειδητός όταν ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αρχιτεκτονικής στην αρχιτεκτονική σχολή του Cambridge, με βασικό αντικείμενο τη φαινομενολογία και την ερμηνευτική, καλούμαι αρχικά να γράψω το situation paper. Η μελέτη που ζητήθηκε δεν ήταν μια συγκεκριμένη μελέτη, αλλά βασιζόταν στην επιλογή και κατανόηση ενός τυπικού φαινομένου στην καθημερινή ζωή. Μέσα στα αρχιτεκτονικά όρια της γειτονιάς, της αγοράς, του τοπικού καφενέ, της κεντρικής πλατείας και των θεατρικών και «κοινωνικών» παραστάσεών της, διαδραματίζονται διαφορετικά επίπεδα της καθημερινότητας των ανθρώπων. Η ανάγκη για επιβίωση, για επικοινωνία, για επαφή με το θείο, με τον πνευματικό κόσμο, όλες αυτές οι καταστάσεις αποτελούν ίσως κάτι «συνηθισμένο». Αυτές οι «συνηθισμένες», όμως, καταστάσεις συνιστούν ένα πολιτιστικό φαινόμενο τοπικό αλλά και παγκόσμιο, αφού οι συγκεκριμένες ανάγκες είναι κοινές και χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση σχεδόν παγκοσμίως. Έτσι, η αρχιτεκτονική γλώσσα εκφράζει τη θέση του αρχιτεκτονήματος μέσα στον κόσμο και παράλληλα εξασφαλίζει την επικοινωνία του χώρου αυτού με τον περιβάλλοντα χώρο και πολιτισμό.

Η αρχιτεκτονική, δημιουργώντας τον χώρο όπου διαδραματίζεται η καθημερινή ζωή, οφείλει να αναδείξει και να επικοινωνήσει μια σειρά σχέσεων: α. τη σχέση μεταξύ του κοινού, δημόσιου χώρου και του ιδιωτικού χώρου, του χώρου που εκφράζει την ανάγκη του ατομικού δικαιώματος, β. τη σχέση μεταξύ του φυσικού και του τεχνητού τοπίου, γ. τη σχέση ανάμεσα στην ανάγκη για καθημερινή διαβίωση και την ανάγκη του ανθρώπου για πνευματικότητα. Σημαντική, επίσης, είναι η σχέση αυτού που παραμένει ίδιο ως προς αυτό που αλλάζει, η σχέση και ο διάλογος της ιστορίας και της παράδοσης, στοιχεία που βοηθούν ώστε η μνήμη στον χώρο αυτό να χρησιμοποιηθεί με έναν δημιουργικό τρόπο για την κατανόηση της αλλαγής του.

Aπό την παραπάνω προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας της πραγματικότητας και των ιστορικών δεδομένων ενός φαινομένου, προκύπτει ο ρόλος της φιλοσοφίας ως απαραίτητου στοιχείου για να επιτευχθεί η επικοινωνία μεταξύ της πρακτικής, της τεχνικής και της θεωρητικής γνώσης. Η φιλοσοφία συνδέει τη θεωρία και την πράξη στην αρχιτεκτονική και δημιουργεί επικοινωνία μεταξύ τους. Η μελέτη της φιλοσοφίας στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση βοηθάει στην τοποθέτηση της θεωρητικής σκέψης και των ιστορικών δεδομένων ενός τόπου στην πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου και των αναγκών του. Στην ιστορία της αρχιτεκτονικής αλλά και στον σύγχρονο κόσμο, η φιλοσοφία διαφωτίζει ερωτήματα σε σχέση με την επίδραση πολιτικών και κοινωνικών δομών στον πολεοδομικό ιστό μιας πόλης ερωτήματα σε σχέση με τη συμφιλίωση της τεχνολογίας με ηθικές ανησυχίες τέλος, ερωτήματα σε σχέση με την προσέγγιση ανάμεσα στην ειδική και συγκεκριμένη πραγματικότητα και στην παγκόσμια διάστασή της.

 


Από τη θεωρία στην πράξη

Η σημασία της απεικόνισης/αναπαράστασης στην κατανόηση και ερμηνεία του αρχιτεκτονικού χώρου

Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας του περιβάλλοντος κόσμου σε μέρη όπου εκτυλίσσεται η καθημερινότητά μας (στη γειτονιά, στην πλατεία της συνοικίας, στην κεντρική πλατεία της πόλης ή του χωριού, το κοινό θέαμα στο θέατρο, στα όρια μιας πλατείας ή στην ύπαιθρο), αποτελεί σημαντική βάση για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αρχιτεκτονική δημιουργία ως στοιχείο ενός ευρύτερου πολιτισμού. Ο τρόπος, όμως, που απεικονίζεται η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί προβληματισμό. Ο Dalibor Vesely αναφέρει ότι η ένταση που υπάρχει μεταξύ της παραγωγικής και της δημιουργικής πραγματικότητας της αρχιτεκτονικής μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή αν εξετάσουμε πιο προσεχτικά τη φύση και το ρόλο της απεικόνισης, του τρόπου, δηλαδή, που αποδίδεται και εκφράζεται η πραγματικότητα και η αρχιτεκτονική δημιουργία μέσα στην πραγματικότητα αυτή. Με ένα μικρό συμβιβασμό, η απεικόνιση μοιάζει δευτερεύον στοιχείο, συσχετισμένο με τις εικαστικές τέχνες. Όμως μια πιο προσεκτική μελέτη αναδεικνύει -πολύ συχνά προς έκπληξή μας- πόσο κρίσιμο και παγκόσμιο είναι τελικά το φαινόμενο της απεικόνισης/αναπαράστασης. Οτιδήποτε αναφέρουμε συνήθως ως πραγματικότητα, πιστεύοντας ότι είναι κάτι καθορισμένο και απόλυτο, είναι πάντα αποτέλεσμα της δικής μας ικανότητας να βιώνουμε, να φανταζόμαστε, να εκφράζουμε τα πράγματα γύρω μας, με άλλα λόγια,να τα απεικονίζουμε/αναπαριστούμε, έτσι ώστε να έχουμε μια συμμετοχική δράση στον κόσμο.iv

Η αντίληψή μου για την έννοια της απεικόνισης/αναπαράστασης σε σχέση με τη συμμετοχή στα δρώμενα της καθημερινής ζωής εμπλουτίστηκε από την έρευνά μου γύρω από ένα ελληνικό χωριό σε ένα από τα νησιά των Κυκλάδων. Το χωριό αναπτύσσεται ακτινωτά και κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, που ξεκινά στην κεντρική είσοδό του. Από αυτόν τον κεντρικό δρόμο ξεκινά ένας ακτινωτός σχηματισμός από μικρότερους δρόμους, σοκάκια και μονοπάτια, που οδηγούν είτε στις μικρές αυλές των σπιτιών και τους αποθηκευτικούς χώρους, στο κέντρο του χωριού, είτε στην περιοχή γύρω από το κέντρο, όπου οι κήποι και τα μονοπάτια οδηγούν στους αγρούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κατοικημένος χώρος του χωριού συνδέεται με τα χωράφια και τη γη που τον περιβάλλει.

Η αγροτική ζωή των χωρικών, η καθημερινή επιβίωση, η συμμετοχή στην κοινοτική ζωή και τα πανηγύρια του χωριού αναδεικνύουν μια τάξη που υπάρχει στη δομή του χωριού. Το χωριό παρουσιάζεται ως μια οργανική δομή που ζωντανεύει μέσα από τον διάλογο μεταξύ του φυσικού κόσμου και του ανθρώπινου χώρου, μέσα από τη μετακίνηση και τις δραστηριότητες των ανθρώπων. Μέσα στο σπίτι έχουμε μια αναπαράσταση του κύκλου της φύσης: οι σπόροι συλλέγονται, ο άνδρας τους φέρνει στο σπίτι, αποθηκεύονται, προετοιμάζεται το ψωμί στο χώρο της εκκλησίας έχουμε αναπαράσταση ενός θρησκευτικού, ιστορικού γεγονότος,  το οποίο ενώνει την κοινότητα σε έναν παρόντα χρόνο στο πανηγύρι έχουμε την αναπαράσταση του χριστιανικού δείπνου μεταξύ των συγχωριανών στο εξωκκλήσι, με τη διαδρομή του χωρικού προς αυτό, ο χωρικός θα επαναπροσδιορίσει -από απόσταση- τη θέση του στην κοινότητα του χωριού του και θα προσεγγίσει τη θεία τάξη που υπάρχει μέσα στη γήινη. Έτσι δημιουργείται ένας ευρύτερος χώρος που ορίζεται μέσα από μια σειρά δραστηριοτήτων του ανθρώπου αλλά και μια σειρά αλληλεπιδράσεων. Τα όρια μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου, μεταξύ της χαοτικής φύσης και του οριοθετημένου κατοικημένου χώρου του ανθρώπου, μεταξύ του χώρου της θείας τάξης και του γήινου κόσμου, δημιουργούνται και αμβλύνονται μέσα από τη συμμετοχή των κατοίκων του χωριού στα δρώμενα του χωριού τους. Μάλιστα, με τον τρόπο αυτό, οι χωρικοί συμμετέχουν στην αναπαράσταση και της δικής τους πραγματικότητας.

Και επανέρχομαι στην αρχιτεκτονική του Άρη Κωνσταντινίδη, ο οποίος έγραψε για τη αρχιτεκτονική του χωριού ότι η κατασκευή και η τοποθεσία «τραγουδούν» τις ζωές των ανθρώπων που πρόκειται να κατοικήσουν εκεί, αλλά αυτό το κάνουν τραγουδώντας πολυφωνικά. Η αρχιτεκτονική του Κωνσταντινίδη, η μετάβαση από τον εσωτερικό στον εξωτερικό χώρο του κτίσματος, αλλά και η διείσδυση από τον εξωτερικό στον εσωτερικό χώρο, φέρουν στοιχεία προηγούμενων εποχών, ακόμα και αρχαίων. Τα παραπάνω αποτελούν μια σύγχρονη απεικόνιση δομών παλαιότερων χρόνων, όταν τα όρια μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, δημόσιου και ιδιωτικού χώρου ήταν ελαστικά, ανάλογα με τις ανάγκες των ανθρώπων και τον τρόπο που καθορίζονταν από τον τόπο, το κλίμα και την κοινωνική ζωή.

Δανείζομαι και πάλι τα λόγια του Άρη Κωνσταντινίδη, για να προσεγγίσω τη σημασία της φιλοσοφίας για τον αρχιτέκτονα και το καθήκον που έχει η αρχιτεκτονική στην εποχή μας, μια εποχή μπερδεμένη και με πολλές αντιθέσεις: …αν υπάρχει κάτι που μπορεί να είναι ευνοϊκά αποφασιστικό για τον αρχιτέκτονα και τη δουλειά του (και για το μέλλον της δουλειάς του), αυτό είναι η ικανότητα (του αρχιτέκτονα) στο να υπηρετεί τη ζωή και τους ανθρώπους της, σε όλες τις πιο αληθινές ανάγκες της (δηλαδή και στις ψυχικές και στις ηθικές και στις συναισθηματικές ανάγκες, που έχει η κάθε ζωή στον κάθε άνθρωπο) και σ’ αυτές (τις πιο αληθινές ανάγκες και λειτουργίες) να δίνει την πιο κατάλληλη μορφή, στην κάθε περίπτωση, στην κάθε χρονική στιγμή. vi


Επίλογος
Ο φιλόσοφος Karsten Harries, θέλοντας να κατανοήσει την αρχιτεκτονική γλώσσα, της αποδίδει μια ηθική λειτουργία με σκοπό να εκφράσει ένα κοινό ήθος vii σε σχέση με τον τρόπο που οι άνθρωποι υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο και τον κατοικούνε. Την κατανόηση και ερμηνεία της γλώσσας της αρχιτεκτονικής δεν μπορούμε να τις αποκτήσουμε στο εργαστήριο. Είναι βασισμένες στην επικοινωνία της πράξης και της θεωρίας. Η φιλοσοφία συνδέει την πράξη με τη θεωρία και οδηγεί στην κατανόηση και ερμηνεία τόσο της ιστορίας και της συνέχειας  δομών της ιστορίας μέχρι σήμερα, όσο και του σύγχρονου κόσμου και της ανάγκης του ανθρώπου για επικοινωνία μέσα από τον χώρο που κατοικεί.

 


i Άρης Κωνσταντινίδης. Για την Αρχιτεκτονική. Δοχεία ζωής ή το πρόβλημα για μια αληθινή αρχιτεκτονική. Εκδόσεις Άγρα, 2004, σ. 221.
ii David Leatherbarrow. Uncommon Ground. Architecture, technology and topography. MIT Press, 2002, σ. 185.
Iii  Peter Carl , Διάλεξη στην αρχιτεκτονική σχολή του Cambridge, 2004.
iv Dalibor Vesely, Architecture in the age of divided representation. The question of creativity in the shadow of production. The MIT Press, 2004, σ. 4.
v Άρης Κωνσταντινίδης. Για την Αρχιτεκτονική. Η μελλοντική εξέλιξη στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα. Εκδόσεις Άγρα, 2004, σ. 148.
vi Άρης Κωνσταντινίδης. Για την Αρχιτεκτονική. Η μελλοντική εξέλιξη στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα. Εκδόσεις Άγρα, 2004, σ.148.
vii Κarsten Harries. The Ethical Function of Architecture. The MΙT Press, 1998,
 σ. 4.